wrapper

Μηνύματα Σεβασμιωτάτου

Η Ι.Μ.Πειραιώς τίμησε την Αγία Η΄ Οικουμενική Σύνοδο στον Ι.Ν. Αγίου Διονυσίου Πειραιώς.

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

 

Η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΤΙΜΗΣΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ Η΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ

ΕΙΣ ΤΟΝ  Ι. ΝΑΟ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 11 Φεβρουαρίου 2020

 

Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν σταματᾶμε τήν ἀρίθμηση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων στήν Ζ΄ (7η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ ἔτους 787 μ.Χ. κατά τῶν αἱρετικῶν καί χριστιανοκατηγόρων εἰκονομάχων, ἀλλά ἀριθμοῦμε ὡς Ἁγίες καί Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἄλλες δύο Συνόδους : α) τήν ἐπί Μ. Φωτίου Σύνοδο τοῦ 879-880 μ.Χ., ἡ ὁποία εἶναι ἡ Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος καί β) τήν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Σύνοδο τοῦ ἔτους 1351 μ.Χ., ἡ ὁποία εἶναι ἡ Θ΄ (9η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος τῶν ὁποίων τήν Οἰκουμενική περιωπή τῶν δύο αὐτῶν Συνόδων ἀνεγνώρισε ἀκόμη καί ἡ ἐν Κρήτῃ συνελθοῦσα «Σύνοδος».   

Ἡ ἐν τῆ ἁγία Σοφία Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στήν Κωνσταντινούπολη κατά τά ἔτη 879-880 μ.Χ. ἐπί βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος. Συμμετεῖχαν 383 ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες ἀπό Ἀνατολή καί Δύση, πού ἐκπροσωποῦσαν τά πέντε Πρεσβυγενή Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως  Μέγας Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πρόεδρος τῆς Συνόδου, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ ὀρθοδόξου τότε πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, Πέτρος ὁ πρεσβύτερος, μαζί μέ τόν Παῦλο καί τόν Εὐγένιο, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων Θεοδοσίου, Ἠλίας ὁ πρεσβύτερος, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Μιχαήλ, Κοσμᾶς ὁ πρεσβύτερος, καί ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Θεοδοσίου, Βασίλειος Ἐπίσκοπος Μαρτυρουπόλεως.

Ἡ Σύνοδος συνεκλήθη, γιά νά παύσει τά σκάνδαλα, πού ἀκολούθησαν μεταξύ τῶν Ἀνατολικῶν καί τῶν Δυτικῶν, σχετικά μέ τήν Βουλγαρία καί γιά νά ἑνωθοῦν οἱ ἀποσχισθέντες Ἐπίσκοποι ἐξαιτίας τῆς ἀποπομπῆς τοῦ πρώην Κωνσταντινουπόλεως Ἰγνατίου καί τῆς χειροτονίας τοῦ Ἁγίου Φωτίου. Ἡ Σύνοδος, ἐπίσης, ἀνεκήρυξε ὡς Οἰκουμενική τήν Ζ΄ (7η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο[1].

Τά κύρια θέματα, πού συζητήθηκαν στή Σύνοδο ἦταν τά ἑξῆς πέντε : α) τό πρωτεῖο τοῦ πάπα Ρώμης, β) τά λειτουργήματα στήν Ἐκκλησία καί οἱ μεταξύ τους σχέσεις, γ) τά τοπικά ἔθιμα, δ) ἡ ἀθρόα χειροτονία καί ε) τό Filioque, δηλ. ἡ παράνομη καί αἱρετική προσθήκη τῆς καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τά Πρακτικά τῆς Συνόδου αὐτῆς δημοσιεύθηκαν ἀπό τόν Ἱερό Δοσίθεο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων στό βιβλίο του «Τόμος Χαρᾶς»[2], πού ἐκδόθηκε στό Ρήμνιο τῆς Οὐγγροβλαχίας τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1705.

Ἡ Σύνοδος τῶν ἐτῶν 879-880 μ.Χ. ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς  Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς Η' (8η) Οἰκουμενική Σύνοδος. Διασώζει ὅλα τά ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά στοιχεῖα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι καί λέγεται Οἰκουμενική, ἐπειδή α) συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο τόν Μακεδόνα, β) παρέστησαν σ’ αὐτήν οἱ ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Πατριαρχείων, προήδρευσε ἡ μεγάλη πατερική φυσιογνωμία τοῦ Μεγάλου Φωτίου καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου τότε πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, γ) ἀσχολήθηκε μέ σοβαρά δογματικά, ἐκκλησιολογικά καί κανονικά θέματα, δ) οἱ ἀποφάσεις της ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. εἶναι σύμφωνες μέ τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ε) ὑπῆρξε συμφωνία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν καί Ἀρχιερέων τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία φαίνεται ἀπό τίς ὑπογραφές τους στά διορισθέντα καί κανονισθέντα ἀπό τήν Σύνοδο, καί ἡ ὁποία συμφωνία εἶναι ὁ συστατικός χαρακτήρας, πού καθιστᾶ μία Σύνοδο Οἰκουμενική, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη[3], καί στ) ἡ Σύνοδος αὐτή χαρακτηρίσθηκε ὡς Οἰκουμενική ἀπό πολλούς ἁγίους Πατέρες καί διδασκάλους, ὅπως τόν Θεόδωρο Βαλσαμώνα, τόν Νεῖλο Θεσσαλονίκης, τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τόν Νεῖλο Ρόδου, τόν Μακάριο Ἀγκύρας, τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τόν ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, τόν ὅσιο Ἰωσήφ Βρυέννιο, τόν ἅγιο Γεννάδιο Σχολάριο, τόν ἱερό Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου κ.ἄ, ἀλλά καί ἀπό νεωτέρους, ὅπως τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο[4], τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία[5], τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ἀβύδου κ. Κύριλλο Κατερέλο[6], τόν αἰδεσιμολογιώτατο πρεσβύτερο π. Φίλιππο Ζυμάρη[7] κ.ἄ.

Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τά πρακτικά τῆς Συνόδου αὐτῆς διαπιστώνει ὅτι ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος ἔχει συνείδηση Οἰκουμενικῆς καί ἔτσι τήν τιτλοφοροῦν οἱ Βασιλεῖς, ὁ Μ. Φώτιος, οἱ λεγάτοι τοῦ τότε Ὀρθοδόξου πάπα Ρώμης καί τά μέλη Της. Ὁ ὅρος «Οἰκουμενική» ἀναφέρεται δεκάδες φορές στά πρακτικά. Ὅλα τά μέλη τῆς Συνόδου ἔχουν τήν συνείδηση ὅτι εἶναι συνέχεια τῆς Ζ' (7ης) Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ὁποία καί ἐπικυρώνουν ὡς Οἰκουμενική. Ἄρα, τό γεγονός ὅτι ἡ Ζ' (7η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπικυρώθηκε ἀπό τήν Η΄(8η) Οἰκουμενική Σύνοδο, μεταξύ τῶν ἄλλων, δείχνει τήν σοβαρότητά της.

Μέ βάση τά παραπάνω δέν πρόκειται γιά κάποια πρωτοτυπία ἤ καινοτομία τό νά ἀποδεχθοῦμε, ὡς Ἱερά Μητρόπολη, ὡς Τοπική Ἐκκλησία, τήν ἐπί Μεγάλου Φωτίου Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική καί νά τά τιμοῦμε ἐκκλησιαστικῶς.

Στό σημεῖο αὐτό κρίνεται ἀπαραίτητο νά γίνει μιά μικρή ἀναφορά σέ δύο ἀπό τά θέματα, πού ἀπασχόλησαν τήν Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο γιά νά φανεῖ ἡ σπουδαιότητα τῆς Οἰκουμενικῆς Αὐτῆς Συνόδου. Τά θέματα αὐτά εἶναι Α) Τό πρωτεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου Πάπα Ρώμης καί β) ἡ αἵρεση τοῦ Filioque

Α) Τό πρῶτο σημεῖο, πού ἀπασχόλησε τήν Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, σχετίζεται μέ τό πρωτεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου πάπα Ρώμης. Ἡ συζήτηση, πού ἔγινε στή Σύνοδο μεταξύ τοῦ Μ. Φωτίου, τῶν ἀνατολικῶν ἐκπροσώπων, ἀλλά καί τῶν ἐκπροσώπων τοῦ τότε Ὀρθοδόξου πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, ἔδειξε ξεκάθαρα ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος πάπας Ρώμης ἔχει πρωτεῖο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά μέ σαφῆ ἐκκλησιολογικά ὅρια, ὅπως αὐτά προσδιορίζονται ἀπό τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα. Δηλ. εἶναι πρῶτος μόνο κατά τά πρεσβεῖα ἐντός καί ὄχι ὑπεράνω της Ἐκκλησίας. Κατά τήν θεώρηση αὐτή, κάθε Ἐπίσκοπος, πού δέν τηρεῖ τό πνεῦμα τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, θέτει τόν ἑαυτό του ἐκτός Ἐκκλησίας καί καθαιρεῖται ἤ ἀφορίζεται. Οἱ πάπες Ρώμης δέν ἀποτελοῦν ἐξαίρεση.  

Ὁ Μέγας Φώτιος καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Συνόδου αὐτῆς ὑποστήριξαν τά πρεσβεῖα τιμῆς ὡς ἀναγκαία ἐκκλησιολογική ἀρχή γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητας τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας. Κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς, ὅμως, ἡ διατήρηση αὐτή τῆς ἑνότητας σαφῶς δέν νοεῖται ὡς ἐπιβολή ἀπό ἕνα πρῶτο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ὑπεράνω της Ἐκκλησίας ὡς αὐθεντία. Ἡ θέση αὐτή σαφῶς ἐκφράζεται σέ ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Φωτίου, στήν ὁποία τονίζει τήν Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελικοῦ χωρίου «κἀγώ δέ σοί λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτην τήν πέτραν οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν...» Ματθ. ις΄ 18-19. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή ὁδηγεῖ στήν καίρια ἐκκλησιολογική ἀρχή ὅτι ὁ κάθε ἐπίσκοπος εἶναι ἰσότιμος ὡς πρός τήν ἀρχιερωσύνη του. Ὁ Ὀρθόδοξος πάπας Ρώμης καί ὄχι ὁ σημερινός αἱρεσιάρχης ἔχει τό προνόμιο τῆς τιμῆς καί πρέπει νά τηρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτό τό προνόμιο πρέπει νά γίνεται μέσα στό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος πάπας Ρώμης δέν ἔχει ἁρμοδιότητες σέ ἄλλες ἐκκλησιαστικές περιφέρειες. Ὅταν ὁ πάπας Ρώμης δέν τηρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες καί θέτει τόν ἑαυτό του ὑπεράνω της Ἐκκλησίας, τότε μπορεῖ νά καθαιρεθεῖ, ὅπως συνέβη μέ τόν πάπα Νικόλαο Α', πού καθαιρέθηκε, γιατί ἀναμείχθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Βουλγαρία.

Εἶναι πολύ χαρακτηριστικός ὁ α΄ Ἱερός Κανόνας, πού συνέταξε ἡ Σύνοδος αὐτή κατά τήν πέμπτη πράξη της, ὁ ὁποῖος θεσπίζει τήν αὐτονομία κάθε ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως σέ θέματα τάξεως καί πειθαρχίας. Μέ τόν Ἱερό αὐτόν Κανόνα γίνεται ἀποδεκτό τό Συνοδικό Σύστημα διοικήσεως καί ἀποσαφηνίζεται ὅτι τό πρωτεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου πάπα Ρώμης δέν εἶναι πρωτεῖο ἐξουσίας, ἀλλά πρωτεῖο τιμῆς, δηλ. ὁ Ὀρθόδοξος πάπας Ρώμης καί ὄχι ὁ σημερινός πού αὐτός καί οἱ προκάτοχοί του ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τό ἔτος 1014 εἰς δεινές αἱρέσειςδέν εἶναι κεφαλή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ἡ πηγή τῆς ἱερωσύνης κ.ἄ., καί κατά συνέπεια, δέν ἔχει ἁρμοδιότητα στίς ἄλλες ἐκκλησιαστικές διοικήσεις. Ὁ Ἱερός αὐτός Κανόνας ἔχει καίρια ἐκκλησιολογική σημασία καί ἀποτελεῖ ἐπανορθωτικό διάβημα κατά τῆς πυραμιδικῆς δυτικῆς «παγκόσμιας» ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε στή ληστρική Σύνοδο τοῦ 869-870, κατά τήν ὁποία ἡ μόνη ἀληθινή Τοπική Ἐκκλησία, μέ τήν ἔννοια τῆς καθολικότητας, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ μία παγκόσμια Ἐκκλησία, καί ὁ μόνος οὐσιαστικός ἐπίσκοπος εἶναι ὁ πάπας Ρώμης.

Β) Τό δεύτερο σημεῖο, πού ἀπασχόλησε τήν Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, εἶναι τό θέμα τοῦ Filioque, πού εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι δηλ. τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὡς ὑπόσταση ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό.

Τό πρῶτο καί κύριο αἴτιο τοῦ σχίσματος τοῦ 1054, δηλ. τῆς ἀπόσχισης καί ἀποκοπῆς τοῦ πρεσβυγενοῦς Πατριαρχείου τῆς Δύσεως, τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Filioque. Τό Filioque εἶναι φοβερή αἵρεση, ἐπειδή α) εἶναι ἀντίθετο πρός τά ἀψευδέστατα λόγια του Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε ὅτι «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»[8]. Ἔχουμε δηλ. κατάφωρη ἀθέτηση τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ. β) Εἶναι ἀντίθετο πρός τό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νικαίας-Κων/λεως, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «(πιστεύω) καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον, τό Ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον». Ἔχουμε δηλ. ἀθέτηση καί τῶν δύο Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Α΄ καί τῆς Β΄. γ) Εἶναι ἀντίθετο πρός τόν 7ο Ἱερό Κανόνα τῆς Γ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει ὁποιαδήποτε πρόσθεση ἤ ἀφαίρεση στό Σύμβολο τῆς Πίστεως[9]. Ἔχουμε δηλ. ἀθέτηση καί τῆς Γ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. δ) Καταστρέφει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί συγχέει τά ἀκοινώνητα ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν τριῶν προσώπων. ε) Ὑποβιβάζει τό Ἅγιον Πνεῦμα στό ἐπίπεδο τοῦ κτίσματος, καί στ) εἰσάγει δυαρχία στήν Ἁγία Τριάδα. Ἐφόσον καί ὁ Υἱός εἶναι πηγή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρα ἔχουμε δύο πηγές, δύο ἀρχές στήν Ἁγία Τριάδα, τόν Θεό Πατέρα καί τόν Υἱό. Βέβαια, πίσω ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Filioque δέν κρύβεται τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἄλλη φρικτή αἵρεση τοῦ πάπα Ρώμης, ἡ ὀφρύς, ἡ ἀλαζονεία, τό ἀλάθητο καί τό πρωτεῖο ἐξουσίας του, νά νομοθετεῖ μόνο αὐτός πάνω ἀπό τά παραδεδομένα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως θεολογεῖ μέ ὀξύνοια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[10].

Ἡ συζήτηση γιά τό σοβαρό αὐτό ζήτημα ἔγινε κατά τήν ἕκτη συνεδρία καί ἀποφασίσθηκε νά ἀπαγορευθεῖ αὐτή ἡ κακοδοξία. Μέ πρόταση τοῦ παρισταμένου Αὐτοκράτορα Βασιλείου, ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε νά καταδικάσει τό Filioque, δηλ. τήν εἰσαγωγή στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπό τούς Φράγκους τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, πού εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι καί στήν Βουλγαρία.

Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ἐπί Μ. Φωτίου Σύνοδος τοῦ 879-880 μ.Χ. εἶναι ὄντως ἡ Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἔτσι ἔχει περάσει στήν ἀλάνθαστη συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα, οἱ αἱρεσιάρχες πάπες Ρώμης δέν ἀριθμοῦν τήν Σύνοδο τοῦ 879-880 μ.Χ. ὡς τήν Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά στή θέση της ἀριθμοῦν τήν ληστρική σύνοδο τοῦ 869-870, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Μ. Φώτιο, καθυβρίζοντες τόν Ἰσαπόστολο Ἅγιο ὡς δῆθεν «αἱρεσιάρχη».

 

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

 

[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 361-366.

[2] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1985, σσ. 257-386.

[3] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 118.

[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ,  Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κων/λει ἐν ἔτει 879-880 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς, μή ἀναγνωσθεῖσα Εἰσήγηση στήν Ι.Σ.Ι., Ὀκτωβρίου 2011.

[5] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΟΡΤΥΝΟΣ κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ, Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κων/λει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς, μή ἀναγνωσθεῖσα Εἰσήγηση στήν Ι.Σ.Ι., Ὀκτωβρίου 2011.

[6] ΘΕΟΦ. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΒΥΔΟΥ κ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ, Ἡ Ρώμη καί τό Παπικό Πρωτείο ἐπί Πατριαρχείας Ἰγνατίου καί ἱ. Φωτίου (847-886), ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (869-870)

[7] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΖΥΜΑΡΗΣ, Ἰστορική, δογματική καί κανονική σπουδαιότητα τῆς Συνόδου τῆς Κων/λεως (879-880), διδακτορική διατριβή.

[8] Éù. 15, 26.

[9] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 173-176.

[10] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγος Α΄ ἀποδεικτικός περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 4, 32, ἐκδ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ΕΠΕ 1, Θεσ/κη 1981, σ. 86.

Διαβάστε περισσότερα

Ποιμαντορική Εγκύκλιος Πρωτοχρονιάς 2020 Σεβ.Μητρ. Πειραιώς κ.Σεραφείμ.

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2020

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

* * * * * *

 

Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί,

Τὸ Νέον Ἔτος ἦλθεν !

Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,

«Πρωί, καί λιοπερίχυτη καί λιόκαλ’ εἶναι ἡ μέρα» λέγει ὁ Κωστής Παλαμᾶς.

Πάντοτε, ἀγαπητοί μου, ὁ ἄνθρωπος θαύμαζε καί ἑόρταζε τήν ἀρχή τῆς νέας ἡμέρας, τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου, τήν ἀρχή τοῦ νέου χρόνου, κάθε νέα ἀρχή. Διότι κάθε ἀρχή εἶναι μιά γέννηση καί ὅ,τι εἶναι νέο εἶναι ζωή.

Ζωή, καί ἡ ἀρχή καί δημιουργία τοῦ Ἀνθρώπου. Ὁ Θεός πού εἶναι ἡ Ἀρχή τῶν πάντων, δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἔδωσε ἀρχή καί ζωή στό δημιούργημά του.

Δύο εἶναι τά σημαντικά σημεῖα, ὅπως μᾶς παραδίδουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά κατανοήσουμε αὐτή τήν ἀρχή τοῦ χρόνου καί τῆς δημιουργίας πού ξεκινᾶ ἀπό τόν Θεό.

Πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ «δηµιουργία ἐκ τοῦ μή ὄντος». Σύµπασα ἡ κτίση καί ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησαν ἔγχρονη ζωή καί ἦρθαν στήν ὕπαρξη ἀπό τήν ἀνυπαρξία. Αὐτή ἡ θεμελιώδης ἀρχή κάνει ξεκάθαρη τή διαφορά ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν Ἄνθρωπο. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός ὁ ὁποῖος δέν ἔχει χρόνο, δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος ἀλλά δημιουργεῖ τόν χρόνο καί τόν ἄνθρωπο. Καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό δημιούργημα πού ἀποκτᾶ χρόνο.

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ Θεός «ὁ Ζῶν εἰς τόν αἰῶνα ἔκτισε τά πάντα κοινῇ» κατά τήν Σοφία Σειράχ, πού σημαίνει «Ὁ Θεός, πού ζεῖ αἰώνια, δημιούργησε ὅλα τά πράγματα ἀμέσως». Ὁ χρόνος λοιπόν καί ἡ ζωή ξεκίνησαν καί ἀπέκτησαν διάρκεια «ἀμέσως».

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει γιά τή δημιουργία σάν μιά ἀκαριαία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία δημιουργήθηκαν ἀπό τήν ἀρχή ὅλες οἱ καταβολές τῶν ὄντων. Καί ἔπειτα ἀρχίζει ἡ δυναμική ἐξέλιξη τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς.

Ὁ Ἅγιος πατήρ γιά νά μᾶς ἐξηγήσει αὐτή τή στιγμή τῆς Δημιουργίας ἀπό τόν Θεό χρησιμοποιεῖ μιά πολύ ὡραία φράση: ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν κόσμο «ἐν ἀκαρεῖ»! Ἀκαριαῖα δημιούργησε τόν κόσμο. Ἡ ἀρχή τοῦ κόσμου ὅλου ἔγινε ξαφνικά καί ἀκαριαία. Ὅµως, ἀπό τή στιγµή πού ἡ κτίση ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει, τότε ξεκινᾶ καί ἡ ροή τοῦ χρόνου. Καὶ ὅλη ἡ περαιτέρω ἐξέλιξη εἶναι μιά διαρκής κίνηση. Μιά κίνηση πού μαρτυρᾶ πώς ὅλη ἡ δημιουργία, ὅλα τά κτιστά ὄντα ὑπόκεινται στόν χρόνο.

Τά ὄρη, οἱ ὠκεανοί, τά δέντρα καί τά ζῶα, ὅλο τό φυσικό καί ζωϊκό βασίλειο, καί ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτιστά δηµιουργήµατα. Ὅλα τά ὁρατά καί τά ἀόρατα εἶναι κτιστά δημιουργήματα. Ὁλόκληρη λοιπόν ἡ κτίση, ἔρχεται ἐξίσου ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη παρά τίς διαφορές πού µπορεῖ νά ὑπάρχουν μεταξύ τῶν ὄντων.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μέ μεγάλη ἀκρίβεια κάνει μιά παρατήρηση καί διευκρίνιση ἐδῶ. Μᾶς λέει ὅτι ἐφόσον ὅλη ἡ κτίση ταυτόχρονα ἄρχισε νά ὑπάρχει – ὅπως εἴπαμε «ἐν ἀκαρεῖ» – ἀκαριαία ἑποµένως ἀπέκτησε χρόνο καί ὕλη. Ὁ χρόνος καί ἡ ὕλη εἶναι τά δύο χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς αἰσθητῆς φύσεως πού ὅλοι βλέπουμε γύρω μας.

Ὅμως, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιά νά κατανοήσουμε τόν λόγο τῆς δημιουργίας καί τῆς σωτηρίας μας πρέπει νά καταλάβουμε πρῶτα ἕνα πολύ κεντρικό σημεῖο. Δέν εἶναι πρωτίστως ἡ ὕλη ποὺ μᾶς κάνει νά διαφέρουμε ἀπό τό Θεό ἀλλά ὁ χρόνος.

Ἡ προέλευσή μας ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη.

Δηλαδή ἡ ἀρχή μας στόν χρόνο.

Καί αὐτό διότι ὁ Θεός μέ τή βούλησή του καί ἐξαιτίας τῆς ἄπειρης Ἀγάπης του μᾶς ἔδωσε τή ζωή καί τόν χρόνο. Ἡ προέλευση τῶν πάντων «ἐκ τοῦ μή ὄντος» – ἀπό αὐτό πού δέν εἶναι ὄν, ζωντανό, δέν ὑπάρχει – ἔγινε ἀπό τόν Θεό διά τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.

Τά ὄντα δέν προέρχονται ἀπό τή θεία οὐσία, δὲν εἶναι καί δέν ἔχουν δηλαδή ἴδια φύση μέ τόν Θεό. Ἀλλά λαµβάνουν τήν ὕπαρξή τους «διά τῆς κτίσεως» ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἡ διάκριση κτιστοῦ ἀνθρώπου καί ἀκτίστου Θεοῦ θεωρεῖται ὡς πρωτεύουσα σέ ὁλόκληρη τήν πατερική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀποτελεῖ τή βάση γιά τήν ὀρθή κατανόηση τῆς σχέσης ἀνθρώπου καί Θεοῦ.

 Γιατί ὅμως εἶναι τόσο πολύ σημαντικό τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε δίνοντάς μας τόν χρόνο;

Ὅλη ἡ ἐξέλιξη ἀλλά καί ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου στηρίζεται ἀκριβῶς σέ αὐτή τήν προέλευση «ἐκ τοῦ μή ὄντος» εἰς τόν χρόνο. Ὅλα λοιπόν ξεκινοῦν ἀπό τόν χρόνο ἀλλά δέν τελειώνουν σ’ αὐτόν.

Ὁ χρόνος εἶναι ζωή. Μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ζοῦμε. Γεννιόμαστε, ἀναπτυσσόμαστε, χαιρόμαστε, ἀγαπᾶμε, λυπόμαστε, γερνοῦμε, μέσα στόν προσωπικό μας χρόνο. Αὐτός εἶναι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς.

Ὁ χρόνος εἶναι διάρκεια. Περπατοῦμε στόν δρόμο, συναντιόμαστε μέ δικά μας πρόσωπα, δουλεύουμε, προσευχόμαστε. Ὅλα διαρκοῦν καί ὅλα ἔχουν τόν χρόνο τους.

Ὁ χρόνος εἶναι ἕνα διάστημα. Ἕνα διάστημα πού μεσολαβεῖ ἀνάμεσα σέ μιά ἀρχή καί ἕνα τέλος. Ἡ ἡμέρα ἀρχίζει μέ τήν ἀνατολή καί τελειώνει μέ τή δύση, ἡ ἴδια ἡ βιολογική ζωή μας ἀρχίζει μέ τή γέννηση καί τελειώνει μέ τόν θάνατο.

Ὁ χρόνος ἔχει πάντοτε προοπτική κι ἔτσι ἡ ζωή μας ἔχει πάντοτε ἕναν σκοπό. Προσευχόμαστε μέσα στόν προσωπικό μας χρόνο γιά νά συναντήσουμε τόν Κύριο, γνωρίζουμε ἕναν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἀγαπήσουμε, θρεφόμαστε γιά νά κρατήσει τό σῶμα μας στόν χρόνο.

Ὁ χρόνος λοιπόν εἶναι μιά διαρκής κίνηση, αὐτός μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἐξελισσόμαστε καί νά ἀναπτυσσόμαστε, νά μεταβαλλόμαστε καί νά ἀλλοιωνόμαστε συνεχῶς. Πρόκειται γιά μιά δηµιουργία ποὺ συνεχῶς ἐξελίσσεται καί δέν παραμένει ποτέ στατική. Δέν ἔχει στατικότητα ἀλλά ἔχει μιά δυναμικότητα ἡ δημιουργία, πού ἀφενός ὑποδηλώνεται ἀπό τή διαρκή κίνηση, καί ἀφετέρου ἔχει τήν καταβολή της σέ αὐτό τό πέρασµά της ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη.

Αὐτή ἡ ἐξελικτική πορεία εἶναι ἡ εὐκαιρία καί ὁ δρόμος πρός τή σωτηρία μας.

Νά λοιπόν γιατί ἐνῷ ὑπόκειται ὁ ἄνθρωπος στόν χρόνο τήν ἴδια στιγμή ἀνοίγεται ἐξαιτίας τοῦ χρόνου μπροστά του ἡ Σωτηρία του.

Ὁ Θεός ἔφερε τόν ἄνθρωπο στόν κόσμο καί στόν χρόνο καί μᾶς ἔδωσε τόν χρόνο γιά νά γυρίσουμε κοντά Του καί νά ὁμοιωθοῦμε μέ Ἐκεῖνον. Καί ἡ εὐκαιρία αὐτή δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τή Χάρη του. Ἐπειδή ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα Του, εἴμαστε φτιαγμένοι νά γίνουμε θεοί κατά χάρη, νά ὁμοιωθοῦμε μέ τόν Θεό καί νά κατοικήσει ὁ Θεός μέσα μας.

Ὁ χρόνος εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς θεώσεώς μας. Βεβαίως πορευόμαστε τόν δύσκολο δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅμως τά πάντα στή ζωή μποροῦν νά μεταβληθοῦν «εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὁ χρόνος εἶναι πραγματικός καί δημιουργικός μονάχα ὅταν, ταξιδεύοντας μέσα σέ αὐτόν, ὁ ἄνθρωπος προχωράει μέσα στήν ἕνωση τῆς δικῆς του ζωῆς μέ αὐτή τῶν ἄλλων καί μέ τήν ἄπειρη ζωή τοῦ Θεοῦ. Στήν αἰωνιότητα φτάνουμε μόνο περνώντας μέσα ἀπό τόν χρόνο ὡς ἕνα ἀληθινό ταξίδι – ὄχι προσπαθώντας νά ξεφύγουμε ἀπό αὐτόν. Καί περνᾶμε μέσα ἀπό αὐτό τό πραγματικό μεσοδιάστημα, μόνο στόν βαθμό πού ἑνώνουμε τούς ἑαυτούς μας ἐν ἀγάπῃ μέ τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ χρόνος τότε γίνεται γιορτή καί δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Γιορτάζουμε γιά τήν ἀρχή τῆς νέας ἡμέρας, τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου, τήν ἀρχή τοῦ νέου χρόνου, κάθε νέα ἀρχή. Διότι κάθε ἀρχή εἶναι μιά γέννηση καί ὅ,τι εἶναι νέο εἶναι ζωή.

Καί, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἐφιστώντας μας τήν προσοχή:

«Ὅταν λοιπὸν ἔχεις καθαρή τή συνείδηση, ἔχεις πάντα γιορτή· τρέφεσαι μέ καλές ἐλπίδες καί ἐντρυφᾶς στήν προσδοκία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν· ὅπως, ὅταν δέν ἔχεις παρρησία κι ἔχεις πέσει σέ πολλά ἁμαρτήματα, ἀκόμη κι ἂν εἶναι μύριες γιορτές καί πανηγύρια δέν θά ‘σαι σέ καθόλου καλύτερη θέση ἀπό ἐκείνους πού πενθοῦν. Διότι, τί ὄφελος ἔχω ἐγώ ἀπό τή λαμπρή μέρα, ὅταν τήν ψυχή μου τή σκοτίζει ἡ συνείδηση; Ἃν λοιπόν θέλεις νά ‘χεις καί κάποιο κέρδος ἀπό τήν πρωτομηνιά, κάνε τό ἑξῆς. Ὅταν βλέπεις ὅτι συμπληρώθηκε ὁ χρόνος, εὐχαρίστησε τόν Κύριο, διότι σέ ἔβαλε σ’ αὐτή τήν περίοδο τῶν ἐτῶν. Θά σοῦ πάει καλά ὅλη ἡ χρονιά, … ἂν καί τήν πρώτη τοῦ μηνός καί κάθε μέρα κάνεις αὐτά πού ἀρέσουν στόν Θεό…. Δημιούργησε κατάνυξη στήν καρδιά σου, ξαναλογάριασε τόν χρόνο τῆς ζωῆς σου, πές στόν ἑαυτό σου: Οἱ μέρες τρέχουν καί περνοῦν, τά χρόνια συμπληρώνονται, πολύ μέρος τοῦ δρόμου προχωρήσαμε. Ἄραγε τί καλό κάναμε; Μήπως ἄραγε φύγουμε ἀπό δῶ ἄδειοι κι ἀπογυμνωμένοι ἀπό κάθε ἀρετή; Τό δικαστήριο εἶναι κοντά, ἡ ζωή μᾶς τρέχει πρός τό γῆρας».

Εὐχόμεθα ὁ χρόνος, ἡ νεότης καί τό γῆρας νά εἶναι γιά ὅλους ἡ εὐκαιρία νά δημιουργήσει αὐτό τό νέον ἔτος, ἀλλά καί κάθε νέον ἔτος, κάθε νέα ἡμέρα καί νέα στιγμή, ἀκαριαία, ἕνα νέο ἄνθρωπο, τόν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.

Καλό καί εὐλογημένο νέον ἔτος!

Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν!

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΣΑΣ

 

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Διαβάστε περισσότερα

Ποιμαντορική Εγκύλιος Σεβ. Μητρ.Πειραιώς κ.Σεραφείμ, επί τη εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2019

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ & ΤΟΝ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΛΑΟΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Τέκνα μου ἀγαπητά,

Ἀμέτρητες εἶναι οἱ φορὲς ποὺ μέσα στὸν πόνο, στὶς δυσχέρειες καὶ στὰ προβλήματα τοῦ παρόντος βίου, ἔχουμε καταφύγει στὴ μορφὴ τῆς Παναγίας μας, γιὰ νὰ ἀναζητήσουμε παρηγορία, ἀνάπαυση καὶ στηριγμό. Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ὑπάρχει σὲ κάθε σπιτικό, ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ ἡ πίστη μοιάζει μετέωρη, χλιαρή, ἀσθενική. Ἀκόμα κι ἐκεῖ, ἡ Παναγία δὲν λείπει, ἀλλὰ μυστικὰ κατεργάζεται τὸ θαῦμα τῆς οἰκείωσης καὶ τῆς ἀποδοχῆς τῆς σωτηρίας ποὺ ὁ Υἱός Της κομίζει σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή.

Τὸ πρόσωπο τῆς Ἀειπαρθένου ἀποτελεῖ μιὰ διαρκὴς ὑπόμνηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της. Σὲ ὅλον Της τὸν βίο, ἡ Παναγία κυρίως μὲ σιωπή, μὰ ἐνίοτε καὶ μὲ λόγο, στὸν Ἰησοῦ παραπέμπει, Ἐκεῖνον ὑποδεικνύει, Αὐτὸν ἀποκαλύπτει καὶ γνωρίζει στὸν κόσμο. Μέσα ἀπὸ τὶς λίγες λέξεις ποὺ τὰ Εὐαγγέλια διασώζουν ἀπὸ τὴ γλυκυτάτη Της φωνή, θὰ διέκρινε κανεὶς ἐκεῖνα ποὺ εἰπώθηκαν τότε στὸ γάμο τῆς Κανᾶ, τὰ ὁποῖα ἠχοῦν ὡς παρότρυνση καὶ προτροπὴ πρὸς τοὺς πιστοὺς μέχρι σήμερα: «Ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» (Ἰωαν. 2, 5).

Τοῦτη ἡ ἄρρηκτη σχέση τῆς Παναγίας μὲ τὸ Χριστό, μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι στὸ εἰκόνισμά Της, πολὺ σπάνια θὰ εἰκονογραφηθεῖ χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Υἱοῦ Της. Ὁ εἰκονογραφικὸς τύπος τῆς Παναγίας τῆς βρεφοκρατούσης εἶναι κυρίαρχος στὴν Παράδοσή μας. Ἐκεῖ ὁ θεάνθρωπος ἁγιογραφεῖται ὡς παιδί, ἄλλοτε μὲ ὄψη ἄκαμπτη καὶ σοβαρή, ποὺ μαρτυρᾶ τὴ θεϊκή Του φύση, κι ἄλλοτε μὲ κίνηση καὶ στοιχεῖα ἀβρότητας, ποὺ ἀποκαλύπτουν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔλαβε καὶ τὴ δική μας τη φύση, τὴν ἀνθρώπινη, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου.

Ἡ Μητέρα ποὺ κρατᾶ στὴν ἀγκάλη της τὸν ἀχώρητο Θεό. Ἡ γυναῖκα ποὺ συμφιλίωσε τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο, τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο μὲ τὸν ἐλεήμονα Θεό. Τούτη ἡ ἀγκαλιὰ εἶναι ποὺ παρηγορεῖ τοὺς φόβους μας, τούτη ἡ ἀγκαλιὰ εἶναι ποὺ ἐμπνεύει τὶς ἐλπίδες μας.

Μὰ σήμερα, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, προσκυνώντας τὴ σεπτή Της εἰκόνα, βλέπουμε μιὰ ἄλλη ἀγκαλιά. Δὲν εἶναι Ἐκείνη σήμερα ποὺ ἀνοίγει τὰ χέρια, ἀφοὺ κείτεται σὲ κλίνη νεκρική. Δὲν εἶναι Ἐκείνη σήμερα ποὺ κρατᾶ μὲ σιγουριά, ἀφοῦ ἔχει παραδοθεῖ στῶν Ἀποστόλων τὶς ἐπικήδειες ἐπιδαψιλεύσεις. Δὲν εἶναι Ἐκείνη σήμερα ποὺ θερμὰ παρηγορεῖ, ἀφοῦ μὲ τὸ θάνατο συναντήθηκε, παρότι ὑπῆρξε πάναγνη καὶ ἀψεγάδιαστη σὲ ὁλόκληρό Της τὸν βίο.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ποὺ σήμερα ἀνοίγει τὴν δική του ἀγκαλιά, ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς Της. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. Ἐκεῖνος κρατᾶ στὰ πανάγια του χέρια τὴ ψυχὴ τῆς Μητρός Του. Ἐκεῖνος παρίσταται, μὲ στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, στὴν ἐξόδιο τούτη στιγμή. Ἡ παρουσία Του φανερώνει τὴν ἀδυναμία τοῦ θανάτου, τὴν ὁριστική του ἧττα. Πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος πλέον, δὲν ἐγκαταλείπεται ἁπλὰ στὴ φθορὰ καὶ στὴ λήθη. Βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἡ ψυχὴ κρατεῖται μὲ ἀσφάλεια· μὰ καὶ τὸ σῶμα γιὰ ἐκεῖ προορίζεται, μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση στοὺς καιροὺς τοὺς ἐσχάτους. Κι ἡ μετάσταση τῆς Θεοτόκου τούτη τὴν ἀλήθεια μαρτυρεῖ.

Ἡ Παρθένος μητέρα κρατᾶ στὴν ἀγκάλη Της τὸ θεῖο βρέφος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κρατᾶ στὰ χέρια Του τὴ ψυχὴ τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Τοῦτες οἱ δύο ἀγκαλιὲς ὁδηγοῦν τὴ σκέψη μας σ’ ἕνα τεράστιο θέμα ποὺ ἀφορᾶ τὴν πνευματική, μὰ καὶ τὴ κοινωνική μας ζωή. Μιλοῦμε γιὰ τὸν τρόπο ποὺ στέκεται ἡ ἐποχή μας πρὸς τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ ἡ ζωή τους βρίσκεται στὸ βασίλεμά της. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς τρίτης ἡλικίας.

Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ πεθαίνει, νὰ ἀσθενεῖ καὶ νὰ πονᾶ. Ὅμως ἡ τραγικότητα τοῦ πτωτικοῦ κόσμου στὸν ὁποῖο ζοῦμε, φέρει ἔκδηλα τὰ σημεῖα τοῦ θανάτου. Πορευόμενο κάθε πρόσωπο μέσα στὶς δυσχέρειες τῆς ζωῆς, φθείρεται καθημερινά. Πρῶτο τὸ σῶμα, μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ὑπόκειται σὲ τούτη τὴ σκληρὴ πραγματικότητα. Ἔπειτα τὴν αὐτὴ φθοροποιὸ πορεία ακολουθεῖ συχνὰ καὶ ἡ ψυχή, ἀφοῦ οἱ συνήθειες, οἱ ἐμμονὲς καὶ τὰ πάθη σκληραίνουν πληγώνοντας τὴν ὕπαρξη. Ἡ ἀδυναμία τελικὰ ἀποτελεῖ τὸν πικρὸ σύντροφο τῶν ἡλικιωμένων κατὰ τὴ φυσικὴ ροὴ τῶν πραγμάτων.

Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς, διακηρύττοντας τὴν ἀνθρώπινη παντοδυναμία ποικιλοτρόπως, στέκεται ἀμήχανος μπροστὰ στὴν πραγματικότητα πὼς ὁ ἄνθρωπος γερνᾶ. Μὴ ἔχοντας ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τοῦ θανάτου, δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ σταθεῖ καὶ σ’ αὐτὸ τῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ βιολογικοῦ κύκλου τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ δυστυχῶς ἀπαξιώνει ἄλλοτε ἄμεσα καὶ ἄλλοτε ἔμμεσα τὴν γεροντικὴ ἡλικία.

Τοῦτος ὁ κόσμος ὁ ὁποῖος εἶναι δομημένος στὸ κέρδος καὶ τὴν οἰκονομία, κρίνει τὸν ἄνθρωπο πρωτίστως ὡς μονάδα παραγωγῆς. Ὅσο κάποιος εἶναι ἱκανὸς νὰ προσφέρει ὑπηρεσίες καὶ ἐργατοώρες, ὅσο μπορεῖ νὰ παράγει καὶ νὰ καταναλώνει, ὅσο ἀποτελεῖ γρανάζι τῆς οἰκονομίας καὶ τῆς ἀνάπτυξης, ἀναγνωρίζεται καὶ ἀμοίβεται γι’ αὐτό. Ὅταν ὄμως ἀρχίσει νὰ ὑπολειτουργεῖ, νὰ μὴ προσφέρει τὰ ἀναμενόμενα, ἀντιμετωπίζεται ὡς παρείσακτος, ὡς βάρος. Ἡ παραπάνω θεώρηση τῆς τρίτης ἡλικίας, μὲ τραγικὸ τρόπο ἀποκαλύφθηκε στὸν τόπο μας κατὰ τὴν περίοδο τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, ὅταν οἱ συνταξιοῦχοι ἀποτελοῦσαν πάντα τὸν εὔκολο στόχο γιὰ νὰ πετύχουν οἱ ἑκάστοτε κυβερνώντες τὴν εὐημερία τῶν ἀριθμῶν καὶ τὴ διάσωση τῆς χώρας. Τούτη ἡ ἀντιμετώπιση καταμαρτυρεῖ τὴν ἄμεση ἀπαξίωση τῆς γεροντικῆς ἡλικίας ἀπὸ τὸν ἐπικρατοῦντα πολιτισμό.

Ὅμως καὶ ἡ ἔμμεση καταφρόνηση τοῦ γήρατος δὲν εἶναι ἀσήμαντη. Αὐτὴ ἐκδηλώνεται κυρίως μὲ τὴν μὴ ἀποδοχή του. Στὰ πολλὰ μέσα ποὺ ἡ ἐποχή μας διαθέτει, βρίσκει κανεὶς καθημερινὰ, ἄρθρα καὶ βίντεο ποὺ προσπαθοῦν νὰ πείσουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γεράσει. Ἔτσι ἐμφανίζοντα μελέτες ἐπιστημονικὲς ποὺ ἐξαγγέλλουν πὼς στὶς ἑπόμενες δεκαετίες ὁ ἄνθρωπος θὰ ζεῖ περισσότερο· παρουσιάζονται εἰδικοὶ ποὺ ὑποδεικνύουν «δοκιμασμένους» τρόπους ζωῆς ὥστε νὰ μὴ γεράσεις· διαφημίζονται φάρμακα καὶ συμπληρώματα διατροφῆς γιὰ νὰ μείνεις πάντα νέος· προβάλλονται ἄνδρες καὶ γυναίκες οἱ ὁποῖοι παρὰ τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας τους, ἔχουν καταφέρει νὰ νικήσουν τὸ χρόνο. Μὲ ἄλλους λόγους ἡ ἐποχὴ εἰσηγεῖται στοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐνεργοῦν μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ ἀποφύγουν τὸ γῆρας καὶ τὰ δεινὰ ποὺ τὸ ἀκολουθοῦν, σὰν αὐτὸ νὰ εἶναι ζήτημα ἐπιλογῆς.

Μέσα σὲ τοῦτο τὸ πλαίσιο δὲν εἶναι παράδοξο πὼς στὶς μέρες μας, ἴσως περισσότερο ἀπὸ ποτὲ, οἱ ἡλικιωμένοι παραδίδονται ἀπὸ τοὺς οἰκείους τους στὴν μοναξιὰ καὶ στὴν ἐγκατάλειψη. Οἱ νέοι ἄνθρωποι, τόσο γιὰ λόγους πρακτικούς, ὅσο καὶ ψυχολογικοὺς, ἀδυνατοῦν νὰ στηρίξουν τοὺς ἀδύναμους γονεῖς τους. Δὲν τοὺς ἀντέχουν καὶ δὲν τοὺς μποροῦν. Τοὺς ἀφήνουν νὰ τὰ βγάλουν πέρα μόνοι τους, ἢ φροντίζουν νὰ τοποθετηθοῦν σὲ κάποιο χῶρο διαμονῆς «κατάλληλο», ὥστε νὰ λαμβάνουν τὰ ἀναγκαῖα καὶ ἀπαραίτητα. Κι ἔτσι οἱ γέροντες κοντὰ στὴν ἀδυναμία τους, ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ τὴν ἀποξένωση, ἀπὸ τοὺς δικούς τους ἀνθρώπους. Τὰ τέλη τους τελικά, δὲν μοιάζουν οὔτε ἀνώδυνα, οὔτε ἀνεπαίσχυντα, μὰ οὔτε καὶ εἰρηνικά. 

Στὴ δική μας παράδοση ἀπὸ τὴν ἄλλη, στὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιὰ ἁρμόζουν τιμὴ καὶ σεβασμός. Ἡ ζωὴ τοὺς χάρισε γνώση καὶ ἐμπειρία, κι ἀνάλογα μὲ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα ποὺ κατέβαλαν, ἔγιναν λιγότερο ἢ περισσότερο πρόσωπα σοφίας καὶ σύνεσης.

Οἱ γέροντες εἶναι ἡ ζωντανὴ παράδοση τοῦ πολιτισμοῦ μας. Εἶναι οἱ ἐμφανεῖς ρίζες τοῦ δένδρου τοῦ τρόπου μας. Ἐκεῖνοι μᾶς συνδέουν μὲ τὸ παρελθόν, ὄχι θεωρητικά, ἀλλὰ προσωπικά. Ἡ σχέση μας μαζί τους, εἶναι σχέση μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὴ ψυχὴ τοῦ τόπου μας.

Οἱ γέροντες εἶναι κριτήρια ἔνσαρκα τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ὅταν συμβάντα νοοῦνται ἀπὸ τοὺς νεότερους ὡς καταστροφὲς ἢ ὅταν γεγονότα ἀντιμετωπίζονται μὲ ἐπιπολαιότητα, μὲ τὰ βιώματά τους καὶ τὶς πληγές τους, παρέχουν τὴ δυνατότητα νὰ διακρίνουμε τὰ πράγματα στὶς φυσικές τους διαστάσεις. Οὔτε μεγαλύτερα, μὰ οὔτε καὶ μικρότερα.

Οἱ γέροντες εἶναι χορηγοὶ συμβουλῶν καὶ παρηγοριῶν. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ στὶς ἀνασφάλειες καὶ στὶς ἀμφιβολίες τῶν νέων, μ’ ἕνα λόγο ἢ μία διήγηση, ἄκόμα κι μ’ ἕνα μῦθο, μποροῦν νὰ καταλαγιάσουν τὸ φόβο καὶ τὸ δισταγμό, τὴν ἀτολμία καὶ τὴν ἀναποφασιστικότητα, τὸ θυμὸ καὶ τὸ πάθος.

Οἱ γέροντες εἶναι πηγὴ εὐχῶν καὶ προσευχῶν. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμα καὶ στὴν πιὸ ταπεινὴ πράξη, μποροῦν νὰ δώσουν μιὰ μεγάλη σημασία. Ἕνα ποτήρι νερὸ ποὺ θὰ τοὺς προσφερθεῖ, γίνεται ἀφορμὴ γιὰ λόγο εὐχητικὸ :«τὴ δροσιά του ν’ ἔχεις», νὰ πορεύεσαι δηλαδὴ στὸ καμίνι τῆς ζωῆς, ἀλώβητος, ὡς οἱ τρεῖς παῖδες.

Οἱ γέροντες εἶναι λαμπάδες ἀναμμένες γιὰ ὅλους. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴ παρουσία τους στὸ Ναὸ καὶ στὴ λατρεία, τοποθετοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὰ προβλήματά της στὰ πόδια τοῦ Θεοῦ. Ἴσως γι’ αὐτὸ, ἠ ἐπικρατοῦσα ἀντιεκκλησιαστικὴ ρητορία, καταγγέλει συνεχῶς ὅτι «οἱ ναοὶ εἶναι γεμάτοι μὲ γέρους». Μὰ εἶναι πασιφανὲς πὼς οἱ γιαγιάδες καὶ οἱ παποῦδες στὶς ἐκκλησιές ἀχθοφοροῦν  μὲ τὶς προσευχές τους, παιδιὰ κι ἐγγόνια καὶ γνωστοὺς, καθιστώντας τοὺς πάντες παρόντες. Τοῦτο μᾶλλον εἶναι ποὺ ἐνοχλεῖ τοὺς καταγγέλοντες.

Οἱ γέροντες εἶναι ἔμψυχη κληρονομιὰ καὶ προίκα. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ σοῦ παραδίδουν τὸν κόπο τους καὶ τὰ ὄνειρά τους, ἔτσι ὥστε καὶ ἐσὺ νὰ ἀξιωθεῖς νὰ πλάσεις τὰ δικά σου σχέδια καὶ τοὺς δικούς σου στόχους.

Οἱ γέροντες εἶναι ὑπόμνηση τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν ὑπαρξή τους μαρτυροῦν, πὼς κανεὶς δὲν πρέπει νὰ ξεγελαστεῖ ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ περαστικὰ τοῦ παρόντος βίου, γιατὶ ἡ φθορὰ δὲν μπορεῖ νὰ νικηθεῖ μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ δικά του μέσα. Στὰ πρόσωπά τους διακρίνεις πὼς ἡ ἀλήθεια ποὺ στὴ ζωή τους μάζεψαν, δὲ γερνᾶ καὶ δὲν ἀρρωσταίνει, ἀλλὰ εἶναι δώρημα ποὺ ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ γιὰ πάντα. Εἶναι τὸ καταστάλαγμα τῆς σχέσης τους μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ποὺ τοὺς δίδει αἰώνια προοπτική.

Τοῦτες οἱ ταπεινὲς σκέψεις γεννήθηκαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, βλέποντας τὸ Χριστὸ νὰ κρατᾶ τὴν Παναγία στὴν ἀγκάλη του, ἀντίδωρο τῆς θαλπωρῆς ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὰ δικά Της χέρια. Τούτη ἡ στάση φρονοῦμε πὼς ἀπευθύνεται στὸ καθένα ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ προσερχόμαστε νὰ προσκυνήσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως. Ἂς περικρατήσουμε κι ἐμεῖς τὸ γῆρας μὲ εὐαισθησία, ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη. Ἄς σκύψουμε μὲ ἐνδιαφέρον πρὸς τοὺς γονεῖς μας, τοὺς οἰκείους μας, τοὺς γείτονές μας. Ἂς τοὺς ἀγκαλιάσουμε ζεστὰ καὶ σεβαστικά, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι τὸ ἔπραξαν κάποτε σὲ μᾶς ἢ σὲ ἄλλους. Καὶ τὸτε οἱ εὐχές τους καὶ ἡ εὐλογία τους, εἴμαστε βέβαιοι, πὼς θὰ προσδώσουν στοὺς δύσκολους καιροὺς ποὺ ζοῦμε, μιὰ δυναμική ἰκανὴ νὰ μᾶς ὁδηγήσει πρὸς τὴν πρόοδο, τὴν προκοπὴ καὶ τὴν εὐημερία.

Ἡ Κυρία Θεοτόκος, νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκάλη Της τὸν κόσμο ὅλον καὶ τὸν καθένα ξεχωριστά, προσφέροντας τὴ μητρική Της στοργὴ καὶ τὴν ἀγαπητική της προστασία σὲ ὅποιον τὰ ἔχει ἀνάγκη.ἀπό ἐμᾶς.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ  Σ Α Σ

† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Διαβάστε περισσότερα

Εόρτιο Μήνυμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ.Σεραφείμ, επί τη Εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

«Εὐαγγελίζου γῆ χαράν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοί Θεοῦ τήν δόξαν»!!!

Τέκνα μου ἀπητά καί περιπόθητα!

Ἀνέτειλε καί πάλιν ἡ διπλή ἑορτή τῆς πνευματικῆς καί ἐθνικῆς μας παλλιγενεσίας.

Ὡς Ἐκκλησία ὁμολογοῦμε τόν Χριστό τέλειο Θεό, ἀλλά καί τέλειο ἄνθρωπο. Ἡ ὅλη Θεότητα ἑνώθηκε στό πρόσωπό του μέ τήν ὅλη ἀνθρωπότητα. Κάθε ἰδίωμα καί κάθε ἐνέργεια τῆς καθολικῆς ἀνθρώπινης φύσης ἔχει προσληφθεῖ ἀπό τόν Χριστό, τίποτα τό ἀνθρώπινο δέν ἔμεινε ἔξω ἀπό αὐτή τήν πρόσληψη. Ἡ πρωτοβουλία τῆς πρόσληψης εἶναι ὁπωσδήποτε στόν προσλαμβάνοντα, πού ἐνεργεῖ ἑνικῶς κατά τήν ὑπόσταση καί τριαδικῶς κατά τήν βούληση καί εὐδοκία. Ἀλλά καί τό πρόσλημμα δέν εἶναι παθητικός συντελεστής τῆς πρόσληψης. Σαρκούμενος ὁ Θεός δέν ἐκβιάζει τήν ἀνθρώπινη φύση, δέν χρησιμοποιεῖ τή φύση σάν οὐδέτερο ὑλικό γιά τήν πραγματοποίηση τῆς βουλῆς του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση προ­σφέρεται νά προσληφθεῖ ἀπό τόν Θεό μέ μιά ἐλεύθερη προσωπική συγκατάθεση - προσφέρεται ὁλικῶς ἡ φύση καί ἐνεργείται ἐνικῶς ἡ αὐτοπροσφορά της (ἀφοῦ μόνο προσωπικά ἐκφέρεται καί ὑπάρχει ἡ φύση): Εἶναι ἡ συγκατάθεση τῆς Παρθένου Μαρίας, ἡ ἐλεύθερη ἀποδοχή ἀπό μέρους της τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού κάνει δυνατή τή συνάντηση τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη θέληση στό γεγονός τῆς σάρκωσης τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου̇ γένοιτο μοι κατά τό ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38).

Στά λόγια αὐτά ἐκφράζεται μιά στάση αὐτοπαράδοσης καί αὐτοπροσφορᾶς, ἀποδοχῆς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης στήν ἀγάπη του. Καμιά ἀπαίτηση αὐτονομίας, καμιά διεκδίκηση αὐτοκατοχύρωσης. Ἡ κόρη τῶν προφητειῶν προσφέρεται γι’ αὐτήν τή σύλληψη καί κύηση   μόνο ἀπό ὑπακοή στό Θεό, διαθέτει τήν ὕπαρξή της γιά νά γίνει τό δικό του θέλημα. Ἔτσι ἡ σύλληψη πού συντελεῖται εἶναι ἐλεύθερη ἀπό κάθε φυσική σκοπιμότητα, ἐλεύθερη ἀπό κάθε ἀναγκαιότητα καί δέσμευση ἐπιθυμίας, πόθου, ἡδονῆς, ἀπό κάθε ἔνστικτο ἀναπαραγωγῆς, διαιώνισης. Ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς μητρότητας ἀπό αὐτονομημένη βιολογική λειτουργία μεταποιεῖται σέ προσωπικό γεγονός ἐλεύθερης   συγκατάθεσης, ὑπακοῆς στό Θεό, ἐγκατάλειψης στή δική του πρόνοια. Καί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐλευθερία ἀπό τή φυσική ἀναγκαιότητα πού ἀναδείχνει τήν Παναγία «καί μετά τόκον Παρθένον».

Λέμε στή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, πώς ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι γεγονός «ὑπέρ φύσιν». Κι αὐτό καταρχήν σημαίνει: γεγο­νός ἀμοιβαίας ἐλευθερίας (τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου) ἀπό κάθε φυσικό προκαθορισμό. Στό πρόσωπο τῆς Πα­ναγίας Θεοτόκου «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι», ἀναι­ρέθηκαν οἱ προϋποθέσεις καί ἀναγκαιότητες πού διέπουν τό κτιστό στήν αὐτονόμηση του ἀπό τό ἄκτιστο. Ἀλλά καί ὁ Ἄκτιστός, στή σάρκωσή τοῦ ἀπό τήν Παρθένο, ὑπερβαίνει τόν τρόπο τοῦ ἀκτίστου καί ἀρχίζει νά ὑπάρ­χει μέ τόν τρόπο τοῦ κτιστού: χρονούται ὁ ἄχρονος καί χωρεῖται ὁ ἀχώρητος καί νηπιάζει ὁ προαιώνιος καί προσλαμβάνει διαστατή ἀτομικότητα ὁ ἀναφής. Τό «ὑπέρ φύσιν» γιά τήν ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ ἀποδέσμευση της ἀπό τούς περιορισμούς τῆς κτιστότητας καί τίς ἀναγκαι­ότητες τῆς μεταπτωτικῆς αὐτονομίας. Καί τό «ὑπέρ φύσιν» γιά τή Θεότητα εἶναι ἡ ἐλευθερία καί ἀπό τήν ἐλευθερία τῆς ἀπεριόριστης ὑπέρβασης κάθε προκαθορι­σμοῦ ἤ ἀνάγκης - εἶναι «ὑπέρ φύσιν»   τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός «ἕως φύσεως ἐλήλυθεν, τουτέστιν, ἕως ἐκείνου ἔφθασε τοῦ ἀτιμοτέρου καί οὗπερ αὐτός οὐκ ἐκέκτητο» (Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τό περί θείων ὀνομάτων Ρ. Ο. 4, 2290) . Μέσα ἀπό τή διπλή αὐτή ὑπέρβαση ἀποκαλύπτεται τό μόνο γιά τήν Ἐκκλησία ἀπόλυτο ὑπαρκτικό γεγονός, πού εἶναι τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί ἡ εἰκόνα του ἡ ἀποτυπωμένη στήν  προσωπική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. 

Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει στό πρόσωπο τῆς Παναγίας Θεοτόκου ἐκείνο τό κτίσμα, πού - μόνο αὐτό μέσα σέ ὅλη τή δημιουργία του Θεοῦ, τήν ὑλική καί πνευματική - ἔφτασε στήν πληρότητα τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο ὑπάρ­χει ἡ κτίση: στήν   πληρέστερη δυνατή ἑνότητα μέ τόν Θεό, στήν πληρέστερη πραγματοποίηση τῶν δυνατοτή­των τῆς ζωῆς.  Ἡ συγκατάθεσή της στή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ δέν ἦταν μόνο ἕνας συντονισμός τῆς ἀνθρώπινης θέλησης μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἕνα μοναδικό ὑπαρκτικό γεγονός ἀλληλοπεριχώρησης τῆς ζωῆς τοῦ κτιστοῦ καί τῆς ζωῆς τοῦ ἀκτίστου: Ἀξιώθηκε ἡ Πανα­γία νά μετάσχει κατά τή φυσική της ἐνέργεια (τήν ἐνέργεια τῆς θέλησης, ἀλλά καί τῆς    μητρότητας) στήν κοινή ἐνέργεια τῆς Θεότητας, δηλαδή στήν ἴδια τή ζωή τοῦ Θεοῦ. Ἡ φυσική της ζωή, τό αἷμα της, ἡ βιολογική λειτουργία τοῦ σώματός της̇ ταυτίστηκε μέ τή ζωή τήν ἐνεργούμενη στή σαρκωμένη ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ Θεός Λόγος ἔζησε ὑποστατικά ὡς μέρος τοῦ σώμα­τός της̇ μέ τή δική της σάρκα καί τό αἷμα, μέσα στή μήτρα της, ἔζησε ὁ Θεός, ταυτίστηκε ἡ δική της φυσική κτιστή ἐνέργεια μέ τήν ἐνέργεια ζωῆς τοῦ ἀκτίστου.

Καί δέν «δάνεισε» ἀπλῶς τίς βιολογικές της λει­τουργίες στόν Θεό Λόγο ἡ Θεοτόκος - γιατί δέν «δανεί­ζει» μιά μάνα τό σῶμα της στό παιδί της, ἀλλα οἰκοδο­μεῖ μέ τή σάρκα καί τό αἷμα της τήν ὕπαρξή του, ὅπως συγκροτεῖ καί τόν ψυχισμό τοῦ παιδιού της μέ τό θηλα­σμό, τό λόγο, τό χάδι, τή στοργή της. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος του Θεού δέν προσέλαβε ἁπλῶς σάρκα κατά τήν ἐνανθρώπησή του, ἀλλά «σάρκα ἐμψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τέ καί νοερᾷ» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί πίστεως ὀρθοδόξου ΙΙΙ, 46), ὅπως εἶναι ἡ σάρκα κάθε ἀνθρωπίνου ἐμβρύου. Ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπιη φύση μέ τό σύνολο τῶν ἐνεργειῶν πού τή συνιστοῦν καί τήν ἐκφράζουν, σωματικῶν καί ψυχικῶν. Καί ἡ    συμβολή τῆς Θεοτόκου δέν σταματάει στήν οἰκο­δομή τῆς σαρκός τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐκτείνεται καί σέ ὅ,τι θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε συγκρότηση τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ του, ἀφοῦ ἡ μάνα εἶναι ἡ πηγή καί ἀφορμή γιά τήν ἄρθρωση τῶν πρώτων ψυχικῶν βιωμάτων, τῶν πρώτων ἐπιγνώσεων, τῶν πρώτων ψελλισμάτων, τῆς προοδευτικῆς εἰσόδου τοῦ παιδιοῦ στόν κόσμο τῶν ὀνομάτων καί τῶν συμβόλων, τόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων.

  Μητέρα τοῦ Θεοῦ λοιπόν ἡ Παρθένος Μαρία ταύ­τισε στήν ὕπαρξή της, τή ζωή τοῦ κτιστοῦ μέ τή ζωή τοῦ ἀκτίστου, ἕνωσε στή δική της ζωή τήν κτίση μέ τόν Κτίστη της. Ἔτσι κάθε κτίσμα, ἡ σύμπασα δημιουργία τοῦ Θεοῦ, βρίσκει στό Πρόσωπό της τήν πύλη τῆς «ὄν­τως ζωῆς», τήν εἴσοδο πρός τό πλήρωμα τῶν ὑπαρκτικῶν δυνατοτήτων. «Ἐπ’ αύτῆ χαίρει πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος». Μέ τή γλώσσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης, κάθε εἰκόνα συμπεριληπτική τῆς φύσης ἀποδίδεται στήν Παναγία, γιά νά δηλωθεῖ ἀκριβῶς ἡ συμπαντική ἀνακαίνιση τοῦ κτιστοῦ πού συντελέστηκε στό Πρόσωπό της. Εἶναι «οὐρανός» καί «γῆ ἀγαθή» καί «ὄρος ἀλατόμητον» καί «πέτρα ποτίζουσα τούς διψῶντας τήν ζωήν» καί «μήτρα εὐθηνοῦσα» καί «ἄρουρα βλαστάνουσα ἱλασμούς». Καί ἡ ἀπαράμιλλη «σημαντική» τῆς ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας    μεταφέρει τήν εἰκαστική ὑποτύπωση αὐτῶν τῶν εἰκόνων ἄλλοτε στό σχέδιο καί ἄλλοτε στό χρῶμα, εἴτε βρεφοκρατούσα παριστάνει τή Θεοτόκο καί θρόνο τῆς Θεότητας, εἴτε δεομένη, εἴτε γλυκοφιλοῦσα, εἴτε «κεκλιμένη» στή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἤ στή δική της κοίμηση. Εἶναι ἡ νέα Εὔα πού συγκεφαλαιώνει τή φύση ὄχι στήν «παρά φύσιν» αὐτονομία καί στό θάνατο, ἀλλά στήν «ὑπέρ φύσιν» μέθεξη τῆς Θεότητας καί στήν πραγματοποίηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιατί τό δικό της θέλημα ἀποκαθιστᾶ τό ὑπαρκτικό «τέλος» ἤ    σκοπό τῆς καθολικῆς δημιουργίας, δίνει νόημα καί ἐλπίδα στήν «ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως». Ὄταν οἱ πιστοί ζητοῦν τίς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου γιά τή σωτηρία τους, δέν ζητοῦν κάποιο εἶδος δικανικῆς μεσιτείας, ἀλλά τή συμπερίληψη καί τῆς δικῆς τους ἀτελέσφορης θέλησης στό δικό της ζωοποιό θέλημα πού καταφάσκει τή σωτήρια ἀγάπη τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ.

 

Χρόνια Πολλά καί Εὐλογημένα!

 

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

 

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Διαβάστε περισσότερα

Στον ιστοτόπο αυτό...

 ... μπορείτε να ενημερώνεστε για θέματα τύπου σχετικά με την Ποιμαντική, Ιεραποστολική, Φιλανθρωπική, Νεανική και λοιπή δραστηριότητα της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.

Ο Διευθυντής  Ιδιαιτέρου Γραφείου Σεβασμιωτάτου, Γραφείου Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων

Δημήτριος Αλφιέρης  

Επικοινωνία

 Διεύθυνση

  • Ακτή Θεμιστοκλέους 190

  • ΤΚ 185-39

  • Πειραιάς

Τηλεφωνικό κέντρο

  • 2104514833

Email Επικοινωνίας

  • Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.