wrapper

Ανακοινωθέντα Σεβασμιωτάτου

Ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ἀπαντᾶ στήν παρασιώπισι καί διαστρέβλωσι τῶν θέσεων του στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (12.10.2019)

Ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ προσευχόμενος προτείνει «σύμβασι» καί «συμφωνία» μέ τόν Πανάγιο Θεό λέγων: «Λύτρωσέ με ἀπό συκοφαντίας ἀνθρώπων καί φυλάξω τάς ἐντολάς σου» (Ψαλμ. 118, 134). Ὁ διαχρονικός αὐτός λόγος ἔχει ἐφαρμογή σέ κάθε μετρητή στιγμή τοῦ χρόνου. Εἶναι ἐξωφρενικό ὅτι ἡ ταπεινότητά μου πού μόνος κατά τήν ἐχθεσινή ἔκτακτη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας μέ θέμα τήν Οὐκρανική κρίσι, κατέθεσα πολυσέλιδο ὑπόμνημα τό ὁποῖο ἔχει ἤδη δημοσιευθεῖ 12/9/2019 μέ τίτλο: «Τό Οὐκρανικό ζήτημα. Ἡ ἀληθής Κανονική θεώρησις. Ἡ Διαπίστωσις. Ἡ Λύσις» στά Πρακτικά τῆς Ἱεραρχίας καί ἀναλύοντας τό ἀνωτέρω ὑπόμνημα ἐμίλησε ἀρκετή ὥρα ἐπί τῆς κανονικῆς οὐσίας τοῦ θέματος, καταρρίπτων μέ προσφυγή στούς ἱ. Κανόνες καί τήν κανονική τάξι τό ἀβάσιμο καί ἔωλο κανονικῶς πόρισμα τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Νομοκανονικῶν Ζητημάτων πού υἱοθέτησε πλήρως ὁ Μκακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ.κ. Ἱερώνυμος στήν Ἱεραρχία καί εἰδικώτερα ὅτι δῆθεν κατά τούς Θ΄ καί ΙΖ΄ ἱ. Κανόνες τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει τό προνόμιο τῆς «ἐκκλήτου προσφυγῆς» παρά Ἀρχιερέων ὅλων τῶν ἄλλων Ἐκκλησιαστικῶν Κλιμάτων, ἐνῶ αὐτό προδήλως δέν ἰσχύει διότι οἱ συγκεκριμένοι κανόνες καθιερώνουν παράλληλη δικαιοδοσία στόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως (σημερινό Προκαθήμενο κάθε τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου) καί στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη ἡ Ἁγία ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπικυρώσασα ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς τούς κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, ἐπέλυσε γιά πάντα αὐτό τό θέμα. Συνεπῶς διευκρίνησα στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας ὅτι χωρίς δωσιδικία καί ἁρμοδιότητα ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπελήφθη τελεσιδίκων καί ὁριστικῶν ἀποφάσεων κατά τέως κληρικῶν καί ἤδη λαϊκῶν τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας ἀποκαταστήσασα αὐτούς καί ἑπομένως οἱ σχετικές ἀποφάσεις εἶναι ΑΚΥΡΕΣ διότι ἐλήφθησαν ὑπό ἀναρμοδίου ὀργάνου καί ὅσα χρόνια καί νά περάσουν θά παραμένουν ΑΚΥΡΕΣ, διότι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἰσχύει τό De facto ἀλλά μόνο τό De jure. Αὐτό ἐπιφέρει ὡς ἔννομη κανονική συνέπεια ὅτι ἡ συγκληθεῖσα λεγομένη «ἑνωτική Σύνοδος» εἶναι καί αὐτή ΑΚΥΡΟΣ διότι ἀπαρτίστηκε ἀπό λαϊκά πρόσωπα καί κατά ταῦτα ἡ χορήγησι τοῦ καθεστῶτος τῆς Αὐτοκεφαλίας σέ αὐτήν τήν μή ὑποστατή «ἐκκλησιαστική» Δομή ἀποβαίνει ΑΚΥΡΟΣ. Κατόπιν αὐτῶν τῶν προδήλων κανονικῶν ἀκυροτήτων πού προσπαθοῦν κάποιοι νά ἀντικρούσουν μέ προσφυγή στήν Ὀθωμανική αἰχμαλωσία τῆς Ἐκκλησίας καί στό Ρούμ Μιλλιέτ παρασιωπῶντες τήν κανονική τῆς Ἐκκλησίας τάξι τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐζήτησα ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν σύγκλησι Πανορθοδόξου Συνόδου γιά τήν ἐπίλυσι τοῦ δυσχερεστάτου αὐτοῦ θέματος πού ἐμπλέκεται δυστυχῶς ἡ γεωπολιτική καί ἡ γεωστρατηγική μέ ἐνέργειες πρός ὅλους τούς Προκαθημενους τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ταυτοχρόνως ἐμέμφθην τήν Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων διότι οὐδεμία εἰσήγησι παρουσίασε στήν Διαρκή Ἱ. Σύνοδο, στόν Μακαριώτατο Πρόεδρο καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τίς ἀπόψεις ἐπί τοῦ θέματος τῶν λοιπῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τήν προεκτίμησι τῶν τυχόν συνεπειῶν γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας καί τήν ἀναγνώριση ὑπ’ Αὐτῆς Παλαιοημερολογιτῶν ἐν Ἑλλάδι. Συγχρόνως ἀπήντησα στόν Πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Νομοκανονικῶν ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος δέν εἶχε καμμία δυνατότητα νά συμπράξει στήν λεγομένη «ἑνωτική Σύνοδο» ὅπως δέν θά εἶχε ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν νά συμπράξει μέ τόν αὐτοτιτλοφορούμενο ὡς «Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν» κ. Παρθένιο Βεζυρέα, καθηρημένο Διάκονο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ἑπομένως ὑπῆρξα ὁ μόνος πού ὡμίλησε ἐπί τῆς οὐσίας καί δυστυχῶς ἐπειδή ἀπεχώρησα ἀπό τήν Ἱεραρχία θεωρῶν ὅτι ἐτελείωσε δέν παρευρέθην κατά τήν σύνταξι τοῦ Ἀνακοινωθέντος καί ἐκ παραδρομῆς ἴσως ἡ ἐπί τοῦ Τύπου τριμελής Ἐπιτροπή δέν διευκρίνισε ὅτι ὀκτώ Συνοδικοί Σύνεδροι ἐζήτησαν τήν ἀναβολή λήψεως ἀποφάσεως διά τό δυσχερές τοῦ ζητήματος καί ἡ ταπεινότης μου μόνον ἐζήτησε τήν ἄμεση σύγκλησι Πανορθοδόξου Συνόδου, κατά τήν ὁποίαν ἡ Κανονική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπό τόν Μητροπολίτη Ὀνούφριο θά εἶχε τήν δυνατότητα καί τήν εὐθύνη νά ἐκκλησιάση τούς καθηρημένους, ἀναθεματισμένους καί ἀχειροτονήτους ψευδοκληρικούς τῶν σχισματικῶν δομῶν τῆς Οὐκρανίας καί νά ἐπιφέρει τήν εἰρήνευσι στήν πολύπαθη αὐτή χώρα, ἐφ’ ὅσον ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι καί ἀπολύτως Αὐτόνομος ἀπό τήν Ρωσσική Ἐκκλησία.

Ἑπομένως τά ὅσα ἀναγράφονται δέν ἀποδίδουν τήν ἀλήθεια διότι οὐδέποτε ἀπεδέχθην τήν πρότασι τοῦ Μακαριωτάτου περί ἀναγνωρίσεως τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς ἀκύρου καί ἀνυποστάτου «Ἐκκλησίας» πού δημιουργήθηκε στήν Οὐκρανία, ὅπως στοιχειοθετήθηκε λέγων εὐθαρσῶς ὅτι καλούμεθα νά ἀναγνωρίσωμε ἀκύρους ἐκκλησιαστικάς πράξεις οἱ ὁποῖες διαλύουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιφέρουν τραγικάς συνεπείας, προειδοποιῶν δι’αὐτάς ἀπό τώρα.    

Ἐν κατακλείδι βεβαίως ἐδήλωσα ὅτι δι’ αὐτό τό διοικητικῆς φύσεως θέμα πού δέν τυγχάνει θέμα Ὀρθοδόξου ἀκριβείας περί τήν πίστιν, δέν θά προβῶ ἀτομικῶς εἰς οἱανδήποτε ἐνέργεια διασπάσεως τῆς ἑνότητος τοῦ Σώματος τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς θά ἔπρατα αὐθωρεί διά θέμα Οἰκουμενιστικῆς Διακοινωνίας, ἐφαρμόζων τόν ΙΕ΄ Ἱερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Ἁγίας Συνόδου διότι αὐτό θά συνιστοῦσε ἄφρονα καί ἀντιεκκλησιαστική ἐνέργεια. Διαμαρτύρομαι ἑπομένως δι’ ὅσα κακοήθη σχόλια ἐγράφησαν λόγῳ παραπληροφορήσεως καί ἀγνοίας τῆς ἀληθείας. Ἄλλωστε οἱοσδήποτε δύναται νά ἀναζητήση τό σχετικό κείμενό μου ἀπό τά Πρακτικά τῆς ἐχθεσινῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ὁποῖο καί παραθέτω αὐτούσιο κατωτέρω, ἐξουσιοδοτούμενος δημοσίᾳ ἀπό ἐμένα:

                                                            «᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 12 Ὀκτωβρίου 2019

Πρός Τήν

Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

ΑΘΗΝΑΙ

 

Μακαριώτατε,

             Σεβασμιώτατοι,

  1. Ἡ ἀπόλυτος ἐνώπιον Θεοῦ εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν Πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διατήρησις καί ἡ μή διασάλευσις ἐπ’ οὐδενί τῆς κανονικῆς, ἐκκλησιολογικῆς καί λειτουργικῆς ἑνότητός Της, ἀξίας ὑπερτάτης κατά τήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου δεηθέντος «πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. 17,11). Αὐτή ὅμως ἡ ἑνότης ὁρίζεται ἀπό τό σαφῆ προσδιορισμό τοῦ Κυρίου, «καθώς ἡμεῖς» πού σημαίνει ὅτι πρότυπο αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Ὅπως ἡνωμένα καί ὁμοούσια εἶναι τά τρία πρόσωπα τοῦ Παναγίου Θεοῦ ἐν ἀπολύτῳ, ἀληθείᾳ, δικαιοσύνῃ καί ἀφάτῳ ἀγάπῃ ὀφείλομεν νά διατηροῦμε τήν ἑνότητα τῆς πίστεως «ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ. 4,3). Ἑπομένως ἑνότης πού δέν ἔχει ὡς πρότυπον τό «καθώς ἡμεῖς» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί στηρίζεται στό ψεῦδος, στή βία καί στήν παραβίασι τῶν ἐντολῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως σήμερα ἐπιχειρεῖ ὁ συγκρητιστικός οἰκουμενισμός εἶναι βιασμός τῆς ἀληθείας καί τῆς οἰκείωσις τοῦ κόσμου τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ Πατερική ρήσις τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πώς ἀκόμη καί τό μαρτύριο, ἡ ὑψίστη ἀπόδειξις τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἀγάπης στόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀποπλύνει τό κακούργημα τοῦ σχίσματος καί τῆς αἱρέσεως «τό σχίσμα οὐδέ αἷμα μαρτυρίου ἀποπλύνει». Ἡ ἑνότης τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος πού ἀποτελεῖ κατά τόν μεγαλειώδη ὁρισμό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ Κεφαλή Ἐκεῖνον (Ἐφ. 1,22-23) εἶναι ἀδιαπραγμάτευτος ἀξία καί δι’αὐτό ἡ αἵρεσις τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ καί ἡ δι’ αὐτῆς διασάλευσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, ἀποτελεῖ κανονικό ἔγκλημα. Ἑπομένως, ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική κίνησις, παρ’ οἱουδήτινος, πού προσβάλλει τήν ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ  ἔκπτωσι, διά τήν ὁποίαν θά ἀποδοθεῖ λόγος ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος καί Κυρίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαιτέρως στήν προκειμένη περίπτωσι εἶναι ἐντελῶς ἀνεδαφικό νά ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι ἐπιτυγχάνεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν «ἀποκατάστασι» καί εἴσοδο σέ Αὐτήν, ἀμεταμελήτων καθηρημένων, ἀναθεματισμένων καί ἀχειροτονήτων, παρασυναγώ-γων καί σχισματικῶν προσώπων, μέ φερόμενες «ἐνοριακές συναθροίσεις» καί τήν ἰδία στιγμή αὐτό τό γεγονός, νά ὁδηγεῖ σέ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ 12.500 κανονικές ἐκκλησιαστικές ὀντότητες-Ἐνορίες καί 100 κανονικούς Μητροπολίτες στήν Οὐκρανία, καί μέ ἕνα  Πατριαρχεῖο 270 Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων καί ἄνω τῶν 250.000.000 πιστῶν, σήμερα μάλιστα πού ὁ μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο) ἀναδιοργάνωσε τό ψευδοπατριαρχεῖο Κιέβου, μέ χαρακτηριστική  πρόσφατη ἀπόφαση Οὐκρανικοῦ Δικαστηρίου πού ἀπαγόρευσε τήν διάλυσή του, ἐναχθείς ἀπό τά «ἔκγονά» του!!! (https://www.romfea.gr/ekklisies-ts/ekkli sia-tis-oukranias/31349-to-dikastirio-apagoreuse-stin-autokefali-ekklisia-tis-oukranias-na-dialusei-to-legomeno-patriarxeio-kiebou).
  2. Συνυπογράφω τό ἀπό 1/9/2019 ἀποσταλέν κείμενο τοῦ πάντοτε μετά μεγίστης ὀξυνοίας, ἐπιγνώσεως τῶν γεγονότων, διακρίσεως βαθυνουστάτης, γράφοντος Πανοσιολ. Ἱερομονάχου Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου (Ἱ. Κελλίον Φιλαδέλφου) ὅσον ἀφορᾶ στήν γεωπολιτική διάστασι τοῦ θέματος, προσθέτων ὅμως, ὅτι οἱ Εὐρωατλαντισταί ἐπιχειροῦντες νά συμπνίξουν τήν Ρωσσική Ὁμοσπονδία, ἔχουν καταρτίσει σχέδιο ἀποκοπῆς της ἀπό τίς θερμές λεγόμενες θάλασσες, μέ προτεκτοράτα μετά τίς χῶρες τῆς Βαλτικῆς, τίς Μολδαυΐα, Οὐκρανία, Γεωργία καί τό Ἀζερμπαϊτζάν, γεγονός πού «ἀνάγκασε» τήν Ρωσσική Ὁμοσπονδία νά καταλάβει στρατιωτικῶς καί νά «προσαρτίσει» τήν Κριμαία γιά νά ἔχει ἔξοδο διά τῆς Ἀζοφικῆς θαλάσσης, στήν Μεσόγειο καί στά συμφέροντά της στήν Μέση Ἀνατολή. Εἶναι πρόδηλο τό γεγονός ὅτι τό τεράστιο Κράτος τῆς Ρωσσίας, δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ στό λιμάνι τοῦ Ἀρχαγγέλου στόν Ἀρκτικό κύκλο καί τοῦ Βλαδιβοστόκ ἀπέναντι ἀπό τίς Ἰαπωνικές νήσους στόν Εἰρηνικό ὠκεανό. Ἑπομένως στό Οὐκρανικό ζήτημα ἐργαλειοποιήθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τίς κατά καιρούς δηλώσεις κυβερνητικῶν στελεχῶν τῶν ΗΠΑ μέ πρωτιστεύουσα τήν σχετική συγχαρητήρια δήλωσι τοῦ ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν κ. Μάϊκ Πομπέο γιά τήν χορήγησι Αὐτοκεφαλίας στήν λεγομένη «Οὐκρανική Αὐτοκέ-φαλη Ἐκκλησία» (http://www.skai.gr/news/world/article /394142/apoluti-stirixi-ton-ipa-sto-autokefalo-tis-oukran ikis-ekklisias/), γεγονός πού δέν ἔχει προηγούμενο, γιά μία αὐστηρῶς ἐκκλησιαστική ἐνέργεια νά συγχαίρει ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ. Βεβαίως ὁ Ἑλληνικός λαός τελεῖ σέ παραπικρασμό ἀπό τήν ἄκριτη Ρωσσική ἐξωτερική πολιτική, ἐνισχύσεως τοῦ διαχρονικοῦ ἐχθροῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῶν Ὀρθοδόξων Βαλκανικῶν λαῶν, τοῦ Τουρκικοῦ Ἰσλαμικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, τόν ὁποῖον ὄχι μόνο ἐξοπλίζει μέ ὑπερσύγχρονα ὁπλικά συστήματα, ἀλλά καί τόν ἀναβαθμίζει σέ πυρηνική δύναμι μέ τήν κατασκευή τριῶν πυρηνικῶν ἐργοστασίων. Δέν λησμονοῦμε τήν διαχρονική συμπεριφορά τῶν ὀρθοδόξων Ρώσων «ἀδελφῶν» μας ἀπό τά Ὀρλωφικά (1770) στήν Μεγάλη Βουλγαρία τῆς Συνθήκης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (1877-1878), ἀπό τήν Ἱερά Συμμαχία (1815) στήν Παλαιστίνιο Ἑταιρεία (1882) διαρπαγῆς τῶν προσκυνημάτων τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπό τό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο, ἀπό τόν ἐξοπλισμό τοῦ Λένιν στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ καί τούς Τσέτες γιά τίς γενοκτονίες τοῦ Ποντιακοῦ καί Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ ἕως τήν σημερινή ἐχθρική συμπεριφορά τῆς Ρωσσικῆς Ὁμοσπονδίας μέ τόν ἐξοπλισμό τῆς Τουρκίας καί τήν πυρινική της ἀναβάθμισι. Δέν θά μποροῦσε ὁ Πρόεδρος Πούτιν καί ἡ μεγάλη Ρωσσική Ὁμοσπονδία νά συστήσει ἕνα κραταιό Ὀρθόδοξο τόξο, ἀντίπαλο δέος τῶν Εὐρωατλαντιστῶν καί τῶν ὄπισθεν κεκρυμένων Σιωνιστῶν καί μέ ἕνα τηλεφώνημα νά προστατεύσει τόν πρῶτο Θρόνο κατά τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπό τήν Τουρκική θηριωδία, νά ἀνοίξει τήν Χάλκη, νά λειτουργήσει τήν Ἁγία Σοφία, τό παλλάδιον τῶν Ὀρθοδόξων, νά ἀναγνωρίσει ἡ Τουρκία τήν διεθνῆ Νομική Προσωπικότητα τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου; Νά ἀποδοθοῦν σέ Αὐτό οἱ περίπυστοι Ἱ. Ναοί τῆς μαρτυρικῆς Ρωμηοσύνης, πού ἔχουν μετραπεῖ σέ τεμένη; Ὅλα αὐτά δέν μποροῦμε νά τά λησμονήσωμε, οὔτε τήν ὑφέρπουσα φενάκη τῆς «τρίτης» Ρώμης ἤ τῆς θεωρίας τῶν λευκῶν καλιμαυχίων, ἀλλά καί δέν δυνάμεθα ἐκκλησιολογικά νά συμβάλωμε μέ λόγους ἤ ἔργα στήν διασάλευσι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
  3. Παρακολουθῶ ὅπως στήν ἀρχή κατέθεσα κείμενα καί δημόσιες τοποθετήσεις Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν, Ἐλλλογιμωτάτων καί Ἐντιμολογιωτάτων Καθηγητῶν καί ἄλλων δημοσιολογούντων οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται σέ περιπτωσιολογίες ἀντικανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐνεργειῶν κατά τό Ρούμ Μιλλιέτ, καθώς καί στούς γνωστούς ἱ. κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς ἤ προβάλλουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Ταμιοῦχος τῆς Χάριτος δέν ὑπόκειται σέ περιορι-σμούς, ἤ ὅτι ὑφίσταται κανονικῶς ἡ δυνατότητα ρυθμίσεως τοῦ θέματος μέ τήν χρῆσι οἰκονομίας καί ὄχι τῆς ἀκριβείας, ἤ ὅτι μέ τήν  ἀνάκλισι τῆς Πράξεως τοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ τοῦ 1686 σήμερα 300 χρόνια μετά ταῦτα, ἄλλαξε πλέον τό κανονικό καθεστώς τῆς Οὐκρανίας ἤ ἀποπειρῶνται νά ἀντλήσουν ἐπιχειρήματα ἀπό τήν Ὀθωμανική αἰχμαλωσία τοῦ Γένους καί τῆς Ἐκκλησίας ἤ ὅτι μόνη προϋπόθεσι τῆς Αὐτοκεφαλίας εἶναι ἡ μετάνοια γιά τήν ἀποκατάστασι τῶν σχισματικῶν καί παρασυναγώ-γων, ἤ προβάλλουν τό πρόδηλο δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου χορηγήσεως τοῦ καθεστῶτος τῆς Αὐτοκεφαλίας ἤ ἰσχυρίζονται, ὅτι δῆθεν δέν ἔχομεν τό κανονικόν δικαίωμα νά κρίνωμε τήν ἀπόφασιν τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά μόνον νά τήν ἐφαρμόσωμεν, παρ’ὅτι διά τῆς ἐφαρμογῆς θά γίνωμε συναυτουργοί εἰς μία ἄκυρο πρᾶξι, ὡς κατωτέρω θά ἀποδείξω, πού διασαλεύει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, παραθεωροῦντες ὅλοι τίς βασικές προϋπόθεσεις αὐτοῦ τοῦ ζητήματος πού εἶναι ὁ σεβασμός τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν, ἑνός ἐκ τῶν τεσσάρων συνεκτικῶν στοιχείων (α. Κοινό ποτήριο, β. Δίπτυχα, γ. Εἰρηνικά γράμματα, δ. Ταυτότης ποινῶν) τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί ἡ κανονική δωσιδικία, ἐπί τῆς συγκεκριμένης ὑποθέσεως. Ἠθελημένως ἤ ἀθελήτως παραθεωροῦν τίς βασικοτάτες αὐτές προϋποθέσεις τοῦ φαινομενικῶς περιπεπλεγμένου αὐτοῦ προβλήματος γιά τό ὁποῖο ἡ Ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία ἔχει δώσει λύσι διά τῆς Ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τό 691μΧ, ἐπί Ἰουστινιανοῦ Β΄ τοῦ Ρινοτμήτου, συνελθούσης ἐν Τρούλῳ, ἡ ὁποία διά τοῦ Β΄ Αὐτῆς Κανόνος ἐπεκύρωσε ὁρισμένως τούς ἐν Καρθαγένῃ Ἱ. Κανόνας οἱ ὁποῖοι ἐπιλύουν τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δωσιδικίας ἀπό τοῦ ἔτους 424. Εἰς τό σημεῖο αὐτό, πρέπει νά εἰπωθεῖ, ὅτι στήν ἁγία μας Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά ἐθιμικό δίκαιο, διότι τό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρέει ἀπό τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἔνσαρκος Ἀλήθεια κατά τήν ἰδική Του κοσμική διακήρυξι «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6) καί ἀπό τήν ἐπίπνοια τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος πού τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐπεδήμησε στήν Ἐκκλησία καί παραμένει σέ Αὐτήν κατά τήν ἀψευδῆ βεβαίωσι τοῦ Κυρίου «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Ἑπομένως τό Δίκαιο στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἀνθρωπίνη νομοκατασκευή καί ἀντίληψι ἀλλά  πηγάζει ἀπό τόν ἀποκεκαλυμμένο Εὐαγγελικό Νόμο, τούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Τοπικῶν πού Ἐκεῖνες ἐκύρωσαν καί τούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων. Εἰρήσθω δέ ἐν προκειμένῳ ὅτι καί ἐάν ἀκόμη δεχθῶμεν ὅτι ὑφίστατο στήν Οὐκρανία συντρέχουσα κανονική ἁρμοδιότης καί δωσιδικία τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας διότι «ἐπιτροπικῶς» εἶχε παραχωρηθεῖ στήν Ρωσσική Ἐκκλησία ἡ Οὐκρανία τό 1686, ἡ συντρέχουσα αὐτή ἁρμοδιότης καί δωσιδικία ἔπαυσε ὅταν ἐκινήθη πρώτη ἡ Ρωσσική Ἐκκλησία καί ἐπεραιώθη ἡ κανονική διαδικασία, γεγονός πού ἀνεγνώρισε καί ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικό Του Γράμμα πρός τόν μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον, πού παραθέτω κατωτέρω.
  4. Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱερούς Κανόνας Γ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης , πού ἀπέβη δυστυχῶς ὁ παναιρετικός Παπισμός, ὁ ὀλετήρας τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ (Θρησευτικοί πόλεμοι, ἱερά Ἐξέτασις, Μεταρρύθμισις, ἀθεϊσμός, μηδενισμός) τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας, τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας, ὡς primus inter pares, συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἐξ αὐτοῦ τοῦ συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς, χορηγεῖ δέ Αὐτοκεφαλία καί Αὐτονομία σέ Ἐκκλησιαστικές Δομές, ὑπό τόν ὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν σχετικῶν ἀποφάσεων, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο. Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε μέ κύρια εὐθύνη τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ συναπόφασι τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας χορηγήσεως τῆς Αὐτοκεφαλίας καί τοῦ Αὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἠδύνατο νά χορηγήσει Αὐτοκεφαλία σέ Ἐκκλησιαστική Δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας παρ’ὅτι αὐτή ἡ ἀνεξάρτητη κρατική πλέον ὀντότης εἶχε τό κανονικό δικαίωμα ἡ κανονική της Ἐκκλησία νά ἐκζητήσει τήν χορήγησι καθεστῶτος Αὐτοκεφα-λίας κατά τάς διατάξεις τοῦ ΙΖ΄ ἱ. Κανόνος τῆς Ἁγίας Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαγορευούσης «Εἰ δὲ καί τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω», ἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέ ἀπόφασι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ἀπό τό 1686 διοικεῖται ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί σήμερα ἔχει καθεστώς αὐτονομίας χορηγηθέν ἀντικανονικῶς ἀπό τήν Ρωσσική Ἐκκλησία, δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει τήν ἀνακήρυξί της σέ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί δέν χωρεῖ οὐδεμία σύγκρισι τοῦ χορηγηθέντος Αὐτοκεφάλου στούς σχισματικούς καί παρασυναγώγους τῆς Οὐκρανίας, μέ τήν κανονική χορήγησι ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ καθεστῶτος τῆς Αὐτοκεφαλίας στίς Κανονικές Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος, τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Πολωνίας, τῆς Ἀλβανίας καί τῆς Τσεχίας-Σλοβακίας. Τήν Αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπεδίωκαν ὁ δυτικόφιλος τέως Πρόεδρος τῆς Χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό Κοινοβούλιο καί οἱ δύο σχισματικές Δομές, ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο, μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέ ἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου, μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές μέ τόν ψευδεπίσκοπο Βασίλειο Λιπκίβσκυ πού χειροτονήθηκε ἀπό «ἱερεῖς καί λαϊκούς»!!! καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς Χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε δῆθεν «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980 ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί διοικεῖτο ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς, καθηρημένο πρώην Ἱερέα τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας «χειροτονημένο» ψευδεπίσκοπο ἀπό τόν καθηρημένο Διάκονό της Βίκτωρα Τσεκάλιν, τραγικό πρόσωπο μέ πλούσιο «ἱστορικό», ὡς «Ὀρθόδοξος» ψευδεπίσκοπος, Οὐνίτης, Εὐαγγελικός, Πάστορας, κατεγνωσμένος δικαστικῶς παιδεραστής, συνταξιοδοτηθείς ὡς φρενοβλαβής. Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο «ἀπεκατέστησε» στήν κανονική τάξι τίς δύο αὐτές σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» Δομές μέ τούς ἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάστασι οὐδεμία ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε καί ἀναγνωρίζει ἄχρι τοῦ νῦν. Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο), κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη, ὅπως προελέχθη, ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέρας ἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας (πορνεία), ὁ δέ ἕτερος Μακάριος Μάλετιτς οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται, ὡς καταδείξαμε. Ἐν συνεχείᾳ συνεκροτήθη μία λεγομένη «Ἑνωτική Σύνοδος», πού ἐξέλεξε ὡς «Προκαθήμενο» τόν «Μητροπολίτη» Ἐπιφάνιο, «χειροτονία» τοῦ ἀναθεματισμένου μοναχοῦ Φιλαρέτου καί ἀκολούθως χορηγήθηκε στήν προελθούσα, ἐξ ὅλων αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν νέα Δομή τό καθεστώς τῆς Αὐτοκεφαλίας. Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν οἱ ἀποφάσεις τελείας Συνόδου προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητες ἤ δύνανται νά ἐκκληθοῦν ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς Συνόδου. Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν Οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Αὐτῆς Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ στήν ὁποία μετεῖχαν οἱ Δυτικοί Ἐπίσκοποι καί προήδρευσε ὁ Ὅσιος Κορδούης, συγκροτηθείσης ἐν ταὐτῷ καί Συνόδου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐπισκόπων στήν σημερινή Φιλιππούπολη. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάστασι τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό, πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου. Οἱ ἀφρικανοί Ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαρά-λακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου νομοθέτησε: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό ἀπολύτως σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπεκυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἑπομένως ἡ Ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑποκειμένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι ἀνάθεσις ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν. Σχετικά ὁ Ζωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πάσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱ κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των. Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦ ΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ Ἱ. Κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό Ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψι γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καί ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχος δέ τῆς Διοικήσεως σήμερον εἶναι ὁ Πρόεδρος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι». Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεία Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκασι κανονικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962). Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον, ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυσι λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κων/νουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο. Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)· β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς. Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει. Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος. Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα». Ἄς σημειωθεῖ ἐνταῦθα ὅτι Καθηγητής καί πρωτιστεύων Ἱεράρχης σέ πολυσέλιδο κείμενό του γιά τό Οὐκρανικό ζήτημα προβάλλει τούς Κανόνες τῆς Σαρδικῆς ἀλλά «λησμονεῖ» τούς νεωτέρους Κανόνες τῆς Καρθαγένης καί τήν ἐπικύρωσί τους ὁρισμένως ἀπό τόν Β΄ Κανόνα τῆς ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφερόμενος δέ στό Ἱ. Πηδάλιον καί μή δυνάμενος νά ἀντικρούσει τόν Θεοφώτιστο Ἅγιο Νικόδημο πειρᾶται νά ἀπομειώσει τό κύρος τοῦ Ἱ. Πηδαλίου ἀποσιωπῶν τόν Ἱερώτατον καί Θεοφόρον συγγραφέα του, ἀποδίδων αὐτό σέ ἀνωνύμους δῆθεν συγγραφεῖς του. Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου (Ντενισένκο) μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, πρός τόν Ὁποῖον χρεωστῶ εὐγνωμοσύνην καί σεβασμόν διότι κατ’ ἄνθρωπον τοῦ ὀφείλω τήν εἰς Ἐπίσκοπον προαγωγήν καί χειροτονίαν μου, ὡς βοηθός Ἐπίσκοπος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν» ἀναγνωρίζων, ὡς Κανονολόγος, τήν ἀρχήν τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν, γεγονός πού ἐπανέλαβε καί μετά στό γράμμα του γιά τόν ἀναθεματισμό τοῦ ἰδίου, Φιλαρέτου (Ντενισένκο), (1997) πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας: «Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως, ἀνακοινώσαμεν ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ’  ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ προετρεψάμεθα αὐτὴν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν ἔχῃ τουντεῦθεν μετὰ τῶν εἰρημένων».
  5. Οἱ Ἱ. Κανόνες Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθιέρωσαν, ὅπως προείπαμε, τόν ἴδιο βαθμό δωσιδικίας γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως (σημερινό Πρόεδρο τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου) καί γιά τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη-Ἀρχιεπίσκοπο Κων/νουπόλεως καί μέ αὐτή τήν κανονική ρύθμισι δέν ἀνίδρυσαν μείζονα δικαιοδοσία δι’ οὐδένα Πατριαρχικό Θρόνο. Συνεπῶς ὁ καταδικασθείς ὑπό τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου δέν ἔχει τό δικαίωμα προσφυγῆς σέ ἄλλη Πατριαρχική Σύνοδο παρά μόνον στήν Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀκριβῶς αὐτήν τήν ἀρχή ἐναργέστερα νομοθέτησε ἡ Ἁγία ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τήν διά τοῦ Β΄ Ἱ. Κανόνος Της ὀνομαστικῶς ἐπικύρωσι τῶν κανόνων τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, ἡ ὁποία ὅπως ἀναφέρεται ἀπέρριψε τήν ἀπαίτησι γενικῆς δωσιδικίας τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης καί συνεπῶς κάθε ἑτέρου Πατριάρχου ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε ὁ νεώτερος Ἱ. Κανόνας, ὁ Β΄ τῆς Ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρισμένως ἐκύρωσε τούς Ἱ. Κανόνες τῆς Καρθαγένης καί ὡς νεωτέρα κανονική διάταξις τροποποιεῖ κάθε παλαιοτέρα καί κατισχύει αὐτῆς, ὅπως σέ κάθε δικαιϊκό σύστημα ἰσχύει καί ὡς καταδεικνύεται ἀπό τήν ἐπί τοῦ ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως·» (Ματθ. 5,33-34) Τό προκύπτον συμπέρασμα ἐκ τῆς κανονικῆς αὐτῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ρυθμίσεως διά τήν περίπτωσι τῆς Οὐκρανίας, εἶναι ὅτι ἐσφαλμένως καί ἄνευ κανονικῆς ἁρμοδιότητος καί δωσιδικίας ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξεδίκασε ἐκκλήτους καί ἔκρινε ἐπί τελεσιδίκων κανονικῶν ὑποθέσεων πρώην κληρικῶν ἄλλης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, τροποποιοῦσα καί ἀκυρώνουσα ἀποφάσεις τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου χωρίς σχετική κανονική ἁρμοδιότητα. Ἑπομένως οἱ ἀποφάσεις κανονικῆς ἀποκαταστά-σεως τῶν καθηρημένων, ἀναθεματισμένων καί ἀχειροτονήτων τῶν δύο σχισματικῶν Δομῶν τῆς Οὐκρανίας, πού προηγήθηκαν τῆς χορηγήσεως τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας εἶναι ἄκυρες καί συνεπῶς ἡ Ἀπόφασις χορηγήσεως καθεστῶτος Αὐτοκεφαλίας σέ ἀνύπαρκτον Κανονικῶς Ἐκκλησία ἀπαρτιζομένη ἀπό Κανονικούς παραβάτες, ἀποβαίνει καί αὐτή ἄκυρος. Αὐτά ἀσφαλῶς πρέπει νά καταγνωσθοῦν πλέον ὑπό πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία δι’ἐνεργειῶν τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρολομαῖον πρέπει τάχιστα νά συνέλθει γιά νά ἀντιμετωπιστεῖ αὐτό τό φαινομενικῶς δυσεπίλυτο ζήτημα, τό ὁποῖο δυστυχῶς οὐδείς θέτει στήν πραγματική κανονική του βάσι καί κυρίως νά ἀντιμετωπισθεῖ ὁ μέγιστος κίνδυνος διασπάσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν μέ ἀπροβλέπτους συνεπείας διά τήν εὐστάθεια τῆς Ἁγιωτάτης, Ὀρθοδόξου, Καθολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Διερωτῶμαι, ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων ἀγνοεῖ τά ἀνωτέρω; Ἡ δέ Συνοδική Ἐπιτροπή Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων ἔχει μελετήσει τίς συνέπειες ἀναγνωρίσεως τῆς ἀκύρου αὐτῆς Αὐτοκεφαλίας, ὅπως εἰσηγήθηκε στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, προδήλου κανονικοῦ σφάλματος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τήν βεβαία ἀντίδρασι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν τυχόν ἀναγνώρισι στήν Ἑλλάδα ἑτέρας θρησκευτικῆς «Δομῆς» πού ἤδη τελεῖ σέ κοινωνία μέ τήν ὑπερόρια στήν Ἀμερική Ρωσσική Ἐκκλησία τῆς πρώην Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς (ROCOR); Ἀντιλαμβανόμεθα εἰλικρινῶς τόν κυκεῶνα πού ἔρχεται; Εἴμεθα ἔτοιμοι νά ἀναλάβωμε τίς εὐθύνες μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰωνιότητός μας καί τῆς Ἱστορίας;»

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Διαβάστε περισσότερα

Ἅγιος Νεομάρτυς ὁ Μητροπολίτης Χαλεπίου Παῦλος (Γιαζίγκι);

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

 

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 26 Σεπτεμβρίου 2019 

Ἡ ἀνάρτηση στό τέλος Ἰουλίου στό Τwitter ἀπό τήν Ἀμερικανική Πρεσβεία στήν Ἀθήνα τῆς ἐπικήρυξης τοῦ State Department τῶν ΗΠΑ πού δίνει ἀμοιβή ἕως καί 5.000.000 δολλάρια σέ ἐκείνους πού θά προσφέρουν πληροφορίες γιά πέντε Χριστιανούς κληρικούς μεταξύ τῶν ὁποίων καί γιά τόν Ἑλληνορθόδοξο Μητροπολίτη Χαλεπίου Παῦλο, πού ἀπήχθησαν τά προηγούμενα χρόνια ἀπό Τζιχαντιστές στήν Συρία καί ἔκτοτε ἀγνοοῦνται προκάλεσε ἰσχυρή αἴσθηση καί ἐπανέφερε στήν ἐπικαιρότητα τό θέμα τῆς τύχης τῶν ἀπαχθέντων προσώπων. Τό Ἀμερικανικό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν προτίθεται νά πληρώσει ὅσους καταθέσουν στοιχεῖα γιά τόν Ἑλληνορθόδοξο Κληρικό Μαχέρ Μαφούζ, τόν Ἀρμενοκαθολικό Μάϊκλ Καγιάλ πού ἀπήχθησαν στίς 9/2/2013 τριάντα χιλιόμετρα ἔξω άπό τό Χαλέπι, γιά τόν Ἑλληνορθόδοξο Μητροπολίτη Χαλεπίου Παῦλο Γιαζίγκι) καί τόν Μονοφυσίτη «Ἀρχιεπίσκοπο» Χαλεπίου Γρηγόριο Γιοχάνα Ἰμπραχίμ πού ἀπήχθησαν στίς 22/4/2013 καί γιά τόν Ἰταλό Ἰησουΐτη Πάολο Ντάλ Ὄλιο πού ἀπήχθη στίς 29/7/2013 στήν Ράκα καί πού ὅλοι κατέληξαν ὅμηροι τοῦ Ἰσλαμικοῦ Κράτους.

Ἡ ἐπικήρυξη αὐτή στοχεύει εὐθέως τήν γειτονική Τουρκία, γιατί ὁ Τοῦρκος αὐτοεξόριστος δημοσιογράφος Ἀμπτουλάχ Μποζκούρτ μέ ἄρθρο του στίς 13/4/2017 στό «Stocholm Center for Freedom» ἔχει καταγγείλει ὅτι ὁπλαρχηγοί ἀπαγωγεῖς τοῦ Μητροπολίτου Παύλου Γιαζίγκι καί τοῦ Μονοφυσίτη «Ἀρχιεπισκόπου» Χαλεπίου Γρηγορίου Γιοχάνα Ἰμπραχίμ εἶναι ὁ Μαγομέντ Ἀμπντουραχμάνοφ ἤ ἀλλιῶς Ἀμπού Μπανάτ ἀπό τό Νταγκεστάν καί ὁ Ἀχμάντ Ραμαζάνοφ ἀπό τό Γκρόζνι τῆς Τσετσενίας, οἱ ὁποῖοι συνδέονται μέ τήν Τουρκική Ὑπηρεσία Πληροφοριῶν ΜΙΤ. (Ἐπίκαιρα 3/8/2019)

Ὁ Ἀμπντουραχμάνοφ ὅπως ἔγραψε ὁ Μπόζκουρτ στρατολογήθηκε ἀπό τήν Τουρκική ΜΙΤ πού τοῦ παρεῖχε ὅπλα καί ἐφόδια ἐνάντια στό καθεστώς τοῦ Προέδρου τῆς Συρίας Μπασάρ Αλ Ἄσαντ. Οἱ δύο τρομοκράτες εἶχαν σχέσεις μέ τόν Τοῦρκο Μελβούτ Κουσμάν, ἐξτρεμιστή Ἰσλαμιστή μέσα στό αὐτοκίνητο τοῦ ὁποίου συνελήφθησαν σέ μπλόκο τῆς Τουρκικῆς Ἀστυνομίας, κοντά στά σύνορα Τουρκίας-Συρίας στό χωριό Μπαρσινάρ στήν ἐπαρχία Χατάϊ (Ἀντιόχεια). Ἄν καί ὁ Ἀμπντουραχμάνοφ βρισκόταν στήν λίστα μέ τά ὀνόματα πού ἀπαγορευόταν ἡ εἴσοδος στήν Τουρκία ἐπισήμως, μαζί μέ τόν Ραμαζάνοφ καί τήν Φατίχ Μαντέντ ἀφέθησαν ἐλεύθεροι καί αὐτό τό γεγονός κατά τόν Μποζκούρτ ἀποδεικνύει ὅτι ἦταν προστατευόμενοι τῆς Τουρκικῆς ΜΙΤ.

Στίς 28/5/2013 κυκλοφόρησε στά Τουρκικά ΜΜΕ βίντεο μέ τίς ἐκτελέσεις τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Μητροπολίτου Χαλεπίου Παύλου Γιαζίγκι, τοῦ Μονοφυσίτη «Ἀρχιεπισκόπου» Χαλεπίου Γρηγορίου Γιοχάνα Ἰμπραχίμ καί ἑνός ἀκόμη κληρικοῦ. Ὁ Μητροπολίτης Χαλεπίου Παῦλος Γιαζίγκι εἶχε εἰσέλθει στήν Συρία στίς 22/4/2013 καί συναντήθηκε μέ τόν Μονοφυσίτη «Ἀρχιεπίσκοπο» Γρηγόριο Γιοχάνα ἀλλά ἀπήχθησαν ἀπό τούς Τζιχαντιστές στό χωριό Κάφρ Νταέλ, δέκα χιλιόμετρα ἀπό τό Χαλέπι. Κρατήθηκαν αἰχμάλωτοι ἀπό τήν Τζιχαντιστική Ὀργάνωση Τζαΐς Αλ Μουχατζιρίν Βαλ Ανσάρ (Στρατό ἐμιγκρέδων καί ὑποστηρικτῶν), χαρακτηρισμένη ὡς τρομοκρατική ὀργάνωση ἀπό τίς ΗΠΑ καί τόν Καναδά. Ὅταν οἱ Τούρκοι ἀστυνομικοί στό Ἰκόνιο εἶδαν τό βίντεο μέ τούς ἀποκεφαλισμούς ἀναγνώρισαν τόν Ἀμπντουραχμάνοφ πού εἶχαν συλλάβει μερικές μέρες νωρίτερα. Ἐνημέρωσαν τήν ἀστυνομία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία πραγματοποίησε ἐπιχείρηση γιά τήν σύλληψή τους στίς 4/7/2013. Συνελήφθησαν ὁ Κουσμάν, ὁ Ἀμπντουραχμάνοφ, ὁ Ραμαζάνοφ καί ἄλλοι ὕποπτοι ἐνῶ βρέθηκαν τά ροῦχα πού φοροῦσε ὁ Μαγομέντ Ἀμπντουραχμάνοφ τήν ὥρα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ, καθώς καί ἕνα μαχαίρι ὅμοιο μέ αὐτό πού χρησιμοποιήθηκε, ὅπως φαίνεται στό βίντεο. Ἀρχικά οἱ συλληφθέντες κρίθηκαν προφυλακιστέοι ἀπό τό Τουρκικό Δικαστήριο καί ὁδηγήθηκαν σέ φυλακή τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στοιχεῖα ὑπῆρχαν πάμπολα γιά νά ἀπαγγελθοῦν στούς συλληφθέντες κατηγορίες γιά τρομοκρατία καί παράνομη ὁπλοκατοχή, ἀλλά καί γιά νά κατηγορηθοῦν γιά ἐγκλήματα κατά τῆς ἀνθρωπότητος δηλ. γιά τούς ἀποκεφαλισμούς τοῦ Μητροπολίτου Παύλου καί τοῦ Μονοφυσίτη «Ἀρχιεπισκόπου» πού ἔγιναν ἐκτός Τουρκικῶν συνόρων καί γι’ αὐτό οἱ εἰσαγγελεῖς χρειάζονταν τήν ἄδεια τοῦ Τουρκικοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης. Τό Ὑπουργεῖο ἀπέρριψε τό αἴτημα τῆς Εἰσαγγελίας Κων/πολεως, ὁ δέ Τοῦρκος Ὑπουργός Δικαιοσύνης Μπεκίρ Μποζντάγ ἀπάντησε στίς 25/8/2014 σέ ἐρώτηση πού κατατέθηκε στήν Τουρκική Βουλή, σχετικά μέ τό θέμα ὅτι συνεβούλευσε τούς εἰσαγγελεῖς νά συνεχίσουν τήν ἔρευνα καί νά ἐπανέλθουν ὅταν θά περνοῦσε ἡ ὑπόθεση στήν ἀκροαματική διαδικασία γιά νά ζητήσουν ἄδεια σχετική μέ ἐγκλήματα κατά τῆς ἀνθρωπότητος πού τελέστηκαν ἐκτός Τουρκικῶν συνόρων, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ὅπως γράφει ὁ δημοσιογράφος Μποζκούρτ ὁ Ὑπουργός ἀποθάρρυνε τούς εἰσαγγελεῖς νά ἀπαγγείλουν κατηγορίες γιά τούς ἀποκεφαλισμούς.

Στήν ἀπολογία του στό δικαστήριο ὁ Μαγουμέντ Ἀμπντουραχμάνοφ ἀποκάλυψε ὅτι συνεργαζόταν στενά μέ τήν τουρκική ΜΙΤ, κατέθεσε ὅτι αὐτός καί ἄλλοι Τζιχαντιστές ἦταν σέ συνεχῆ ἐπικοινωνία μέ τήν ΜΙΤ καί εἶπε χαρακτηριστικά: «Ἀφοῦ φυλακίστηκα ἐδῶ στήν Τουρκία ἔγραψα γράμματα στήν ὑπηρεσία (ΜΙΤ) ἀλλά δέν ἔλαβα καμμία ἀπάντηση. Ὅσο βρισκόμασταν στήν Συρία μᾶς παρεχόταν βοήθεια ἀπό τήν Τουρκία μέ τήν μορφή ὅπλων, χρημάτων καί ὀχημάτων. Δέν καταλαβαίνω τήν παρούσα δύσκολη θέση μου καί γιατί κρατοῦμαι στήν φυλακή». Ἀπό τίς φράσεις αὐτές σημειώνει ὁ δημοσιογράφος Μπόζκουρτ φαίνεται ὅτι ἡ Τουρκία καί ἡ ΜΙΤ πῆραν ἀποστάσεις ὥστε νά προστατευθοῦν ἀπό διεθνεῖς νομικές ἐπιπλοκές.

Στήν κατάθεσή του ὁ Ραμαζάνοφ δήλωσε ὅτι πολεμοῦσε στήν Συρία ὡς «Ἐμίρης» τῆς Τζαΐς Αλ Μουχατζιρίν Βαλ Ἀνσάρ, κατέθεσε ὅτι ὁ ἄνδρας στό βίντεο πού ἀποκεφαλίζει τόν ἕνα κληρικό εἶναι ὁ Ἀμπντουραχμάνοφ, ὁ ὁποῖος ἐκτελοῦσε ἀπόφαση τοῦ δικαστηρίου τῆς «Σαρία» καί ὅτι συμμετεῖχε σέ ἕναν ἀκόμα ἀποκεφαλισμό.

Οἱ δύο τρομοκράτες καταδικάστηκαν ἀπό τήν Τουρκική Δικαιοσύνη σέ ἑπτάμιση χρόνια κάθειρξης ὁ καθένας ὡς μέλη τρομοκρατικῆς ὀργάνωσης, καί ἀπελάθηκαν. Δέν τούς ἀπαγγέλθηκαν ὅμως ποτέ κατηγορίες γιά τούς ἀποκεφαλισμούς ἐνῶ στίς 28/10/2018 ὁ Τοῦρκος βουλευτής τῆς ἀντιπολιτεύσεως Τούμα Τζελίκ κατέθεσε ἐρώτηση στήν Τουρκική Βουλή γιατί δέν ἀποδόθηκαν κατηγορίες στούς τζιχαντιστές γιά τίς δολοφονίες τῶν κληρικῶν. Ἡ Τουρκική Κυβέρνηση δέν ἔχει μέχρι σήμερα ἀπαντήσει.

Μετά τά ἀνωτέρω ἡ ἐπικήρυξη τοῦ Ἀμερικανικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν ἐπιδιώκει νά δείξει ὅτι ὑπάρχει μία νέα στροφή τῶν ΗΠΑ κατά τῆς τρομοκρατίας σέ ὅλο τόν κόσμο καί μέ ὅλα τά μέσα, ἐνῶ ἡ οὐσία αὐτῆς τῆς ἀφάτου τραγικότητος εἶναι ὅτι τό Ἰσλάμ εἶναι ἡ Τρομοκρατία καί οἱ ἀπάνθρωπες Σοῦρες τοῦ Κορανίου πού ὁδηγοῦν ἀνθρώπινα ὄντα νά μεταβάλωνται σέ ἀνθρωπόμορφα τέρατα καί νά σφαγιάζουν τούς συνανθρώπους τους στό ὄνομα ἑνός ἀνύπαρκτου καί κίβδηλου Θεοῦ. Στό Κοράνιο κεφ. 47, στ. 3, δίδεται ἡ δῆθεν θεϊκή ἐντολή «στήν σύγκρουσι μέ τούς ἀπίστους στό πεδίο τῆς μάχης ξεριζῶστε τους τά κεφάλια μέχρι νά τά τσακίσετε πλήρως.» καί στό στ. 4 «ὅταν συναντᾶτε τούς ἀπίστους φονεύετε καί κατασφάζετε, συγκρατοῦντες στερεά τά δεσμά», στό δέ κεφ. 8, στ. 17, οἱ δήμιοι τοῦ Ἰσλάμ ἀναφέρονται ὡς οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ δολοφόνου «Θεοῦ», μέ τήν διαβεβαίωση «δέν φονεύετε ἐσεῖς αὐτούς ἀλλά ὁ Θεός. Ὅταν ἀκοντίζεις δέν εἶσαι ἐσύ πού ἀκοντίζεις, εἶναι αὐτός ὁ Θεός γιά νά δοκιμάσει τούς πιστούς διά λαμπρᾶς δοκιμασίας. Ὁ Κύριος ἀκούει καί γνωρίζει τά πάντα» καί στό στ. 40, θεμελιώνεται ὁ διά μέσου τῶν αἰώνων θρησκευτικός φασισμός, ὁλοκληρωτισμός καί ἡ ὠμή βία τοῦ Ἰσλάμ μέ τή Σούρα: «Πολεμεῖτε αὐτούς μέχρις ὅτου δέν θά ὑπάρχει ἄλλη θρησκεία παρά τοῦ μόνου Θεοῦ».

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ 

+ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

Διαβάστε περισσότερα

Ανακοινωθέν για το "Πέτρειο δόγμα του Παπισμού".

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 20 Σεπτεμβρίου 2019.

 

Δέν ὑπῆρξε ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας τῆς παλαιᾶς Ρώμης

ὁ Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος καί εἶναι κίβδηλο

τό «Πέτρειο» δόγμα τοῦ Παπισμοῦ

Μέ ἀφορμή τήν πρόσφατη γνωστοποίηση ἀπό τό Βατικανό καί τόν διακατέχοντα ἀντικανονικῶς τό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Δύσεως «Πάπα Φραγκῖσκο» τῆς συνοδευτικῆς ἐπιστολῆς του πρός τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης κ.κ. Βαρθολομαῖο διά τά «δωρηθέντα» καί φερόμενα ὡς ἀποτμήματα Λειψάνων τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καί Πρωτοκορυφαίου Πέτρου ἐπισημαίνομε τό εἰς τό πόνημα μας «Αἱ Αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ», Ἀθήνα 2009, σχετικό κεφάλαιο (https://imp.gr/wpcontent/uploads/2019/04/002_ oi_aireseis_tou_papismou.pdf) πού καταδεικνύει τήν σαθρότητα τῶν ἰσχυρισμῶν ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μετέβη στήν παλαιά Ρώμη καί ἵδρυσε τήν ἐκεῖ Ἐκκλησία καί ὅτι δῆθεν ἐκεῖ μαρτύρησε καί ὅτι τοιουτοτρόπως θεμελίωσε τό «Πέτρειο» δόγμα καί τήν ἐφ’ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἐξουσία τοῦ Ἐπισκόπου τῆς παλαιᾶς Ρώμης. Ἡ δωρεά τῶν φερομένων ὡς ἀποτμημάτων τῶν λειψάνων τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ὑποκρύπτει μία ἀκόμη προσπάθεια θεμελιώσεως τοῦ «Πετρείου» δόγματος πού κατά καιρούς ἐπεδιώχθη νά θεμελιωθεῖ στά γνωστά πλαστογραφημένα κείμενα τῆς ψευδοκωνσταντίνειας δωρεᾶς, τῆς ψευδοπιπίνειας δωρεᾶς, τῶν ψευδοϊσιδωρείων διατάξεων καί τῶν ψευδοκλημεντίων.

«... Ἀπεδείξαμεν διά τῆς ἑρμηνείας ὅλων τῶν σχετικῶν πρός τό ἡμέτερο ἐπίμαχον θέμα χωρίων τῆς Γραφῆς ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος οὐδέν «πρωτεῖον» διοικήσεως ἤ ἐξουσίας ἐπί τῶν λοι­πῶν ἀποστόλων καί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ἔλαβε παρά τοῦ Κυ­ρίου (κατά τήν σύμφωνον περί τῆς ἀληθοῦς ἐννοίας τῶν χωρίων τούτων γνώμην τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλη­σίας), ὥστε νά δύναται νά μεταδώσῃ τοιαύτην ἐξουσίαν εἰς οἱονδή­πο­τε πνευματικόν διάδοχόν του (καίτοι οἱ ἀπόστολοι δέν εἶ­χον προσωπικούς πνευματικούς διαδόχους, ὡς ἱδρυταί πολ­λῶν Ἐκκλησιῶν). Ἀπεδείξαμεν ὡσαύτως ὅτι ἐν τῇ συνοδικῇ διοικήσει τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἥν ἀπε­τέλεσαν ἰσοτίμως οἱ δώδεκα ἀπόστολοι (μετά τήν συνοδικήν καί πάλιν ἐκλογήν τοῦ Ματθίου) εἶχε μέν ὁ ἀπ. Πέτρος τιμη­τικήν τινα διάκρισιν, εἰσηγούμενος τά ὑπό συζήτησιν θέματα ἤ ὁμιλῶν πρῶτος, δέν εἶχεν ὅμως οὔτε τήν ἡγεσίαν τῆς διοι­κήσεως, οὔτε τήν τιμητικήν αὐτῆς ἁπλῶς προεδρίαν, διότι καί ταύτην κατεῖχεν ὁ ἀπὀστολος 'Ιάκωβος. Θά παραθέσωμεν δέ τώρα συνοπτικῶς τάς σαφεῖς ὡσαύτως μαρτυρίας τῆς Γραφῆς, ἀλλά καί τῆς ἱστορίας, ἐξ ὧν πλήρως, καί καθ’ ἡμᾶς, ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος οὔτε ἱδρυτής ὑπῆρξε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οὔτε ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἐμαρτύ­ρησε· οὔτε κἄν μετέβη εἰς αὐτήν.

Μεταξύ τῶν μαρτυριῶν τούτων, αἱ πλεῖσται τῶν ὁποίων ἐκτε­νέ­στερον ἀναπτύσσονται ἐν τῇ περισπουδάστῳ ἱστορικῇ μελέτῃ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου περί τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος, σελ. 12-40[1], θά προτάξωμεν καί ἡμεῖς τήν Α΄ καθολ. ἐπιστολήν τοῦ ἀποστόλου Πέτρου «πρός τούς ἐκλεκτούς παρεπιδήμους διασπορᾶς Πόντου, Γαλατίας, Καπαδοκίας, Ἀσίας, καί Βιθυνίας...», γραφεῖσαν περί τό 62 μ.Χ.. Ἐν τῇ ἐπιστολῇ ταύτῃ, καίτοι εἶναι καθολική, ἀποσιω­πᾶ­ται τό ὄνομα τῆς Ρώμης, ἤ διότι ἐγράφη αὕτη ἐκ Ρώμης, ἤ διότι μέχρι τῆς γρα­φῆς της δέν ἐδίδαξεν οὗτος ἐν αὐτῇ. Ἡ πρώτη ὅμως ἐκδοχή ἀποκλείεται ἐξ αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς, ἐ­φό­σον ἀναφέρεται ρητῶς ἐν αὐτῇ ὅτι ἐγράφη ἐν Βαβυ­λῶνι, πρόκειται δέ προφανῶς περί τῆς ἐν Αἰγύπτῳ Βαβυλῶνος (ἐ­φό­­σον κατά τάς σαφεῖς μαρτυρίας τῆς Ἱστορίας ἀποκλείεται ἡ ἀρχαία) πρός νότον τῆς 'Ηλιουπόλεως, ἔνθα ὑπῆρχε καί μεγάλη Ἰουδαϊκή κοινότης καί ναός Ἰουδαϊκός, ἐν ᾧ καί ὁ τά­φος τοῦ προ­φήτου Ἱερεμίου σῳζόμενος. Καί τοῦτο ἐνισχύεται καί ἐκ τῆς ἀξιώσεως τῶν ἐν Αἰγύπτῳ Χριστιανῶν ὅτι ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας εἶναι ὁ ἀπ. Πέτρος, ὅστις ἐνεπιστεύθη τήν Ἐκκλη­σίαν τῷ ἀκολούθῳ του Εὐαγγελιστῇ Μάρκῳ. Συνάγεται ὅθεν ἐκ τούτων ὅτι μέχρι τῆς συγγραφῆς τῆς Α΄ καθολ. ἐπιστο­λῆς του, ἤτοι μέχρι τοῦ 62 περίπου μ.Χ., ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν εἶχε μεταβῇ εἰς Ρώμην[2].

Ὅτι δέ καί μετά τήν συγγραφήν τῆς πρώτης ἐπιστολῆς του δέν μετέβη ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἰς Ρώμην μαρτυρεῖ ἡ δευτέρα καθολική ἐπιστολή του, ἐφό­σον μάλιστα αὕτη ἐγρά­φη προφανῶς διά τούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, ἐνῷ ἡ πρώτη ἐγράφη διά τούς ἐξ Ἑβραίων. Διότι καί ἐν αὐτῇ οὐδόλως ἀναφέρε­ται τό ὄνομα τῆς Ρώμης. Καί τέλος, ὅτι καί περί τά τέλη τοῦ βίου του δέν μετέβη ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἰς Ρώμην, βεβαιοῦται ἐκ τῆς Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστό­λου Παύλου, ἐν ᾗ ρητῶς οὗτος γράφει: (Δ΄ 16-17) «...ἐν τῇ πρώ­τῃ μου ἀπολογίᾳ οὐδείς μοι συμπαρεγένετο, ἀλλά πάν­τες μέ ἐγκατέλιπον· ὁ δέ Κύριος μοι παρέστη καί ἐνεδυ­νάμω­σέ με, ἵνα δι' ἐμοῦ τό κήρυγμα πληροφορηθῇ καί ἀκούσῃ πάντα τά ἔθνη». Ἐκ τῆς ἐπιστολῆς ταύτης τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γραφείσης περί τά τέλη τοῦ βίου του, βεβαιοῦται σαφῶς, ὅτι κατά τήν συγγραφήν της ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν ἦτο ἐν Ρώμῃ, ἄλ­λως ὁ ἀπόστολος Παῦλος θά ἐμνημόνευεν αὐτοῦ ἀναγκαίως. Ἀποδει­κνύε­ται ὅμως προσέτι, ὅτι καί πρό τῆς συγ­γραφῆς τῆς ἐπιστολῆς ταύτης οὐδόλως εἶχε μεταβῇ ὁ ἀπό­στολος Πέτρος εἰς Ρώμην, διότι δέν ἦτο δυνατόν νά γρά­ψῃ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «καί ἐν Ρώμῃ δι' αὐτοῦ ἐπληρο­φορήθησαν καί ἤκουσαν τό κήρυγμα τά ἔθνη», ἐάν προηγου­μένως ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶχε διδάξει ἐκεῖ.

Ὅταν εἰς τάς μαρτυρίας ταύτας τῆς Γραφῆς προστεθῶσι τά ἐν ταῖς Πράξεσι (ΚΗ΄ 14-31) ἀναφερόμενα περί τῆς πρώτης εἰς Ρώμην μεταβά­σεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἅτινα ἀναπτύσσομεν ἐν τῇ συνεχείᾳ, ἐν συνδυασμῷ πρός τήν πρός Ρωμ. ἐπιστολήν του, συνάγεται τό ἀναμφισβήτητον συμπέ­ρασμα ὅτι πρό τῆς εἰς Ρώμην μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά καί πρό τῆς συγγραφῆς τῆς Β΄ πρός Τιμόθ. ἐπιστολῆς του, ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν μετέβη εἰς Ρώμην. Ἀποκλείεται ὅμως ὡσαύτως τό ἐνδεχόμενον τῆς ἐκεῖ μεταβά­σεώς του καί μετά τήν συγγραφήν τῆς ἐπιστολῆς ταύτης, γραφείσης, ὡς προείπομεν, ἐν Ρώμῃ ὀλίγον χρόνον πρό τοῦ θανάτου τοῦ ἀποστόλου Παύλου[3], διότι καί λόγος πλέον δέν ὑπῆρχεν, ἐφόσον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἱδρυ­θεῖσα ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἠρίθμει ἤδη πλῆθος μαρτύρων, ἀλλά καί χρό­νος ὁμοίως, λόγῳ τοῦ ὅτι μετ' ὀλίγον ἐκινήθη ὁ ἐπί Νέρωνος μέγας διω­γμός, καθ' ὅν πιθανῶς ἐμαρτύρησαν ἀμ­φό­τεροι οἱ ἀπόστολοι, οὐχί ὅμως ἐν Ρώμῃ. Διότι καί περί τού­του οὐδεμία σοβαρά ἱστορική μαρτυρία ὑπάρχει. Πᾶσαι αἱ σχετικαί τοιαῦται, ὡς θά ἀποδειχθῇ ἐν τοῖς ἑπομένοις, ἐστη­ρί­χθησαν καλῇ τῇ πίστει ἐπί τῆς ἀρχαίας παραδόσεως, αὕτη ὅμως ἐβασίσθη ἐπί ἀποκρύφων βιβλίων καί ἀναληθῶν πη­γῶν. Πλήν τούτου, ἀναμφισβήτητοι ἱστορικαί μαρτυρίαι βε­βαιοῦσι τά ἐναντία. Μεταξύ δέ τῶν μαρτυριῶν τούτων ἡ τοῦ ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης (88-97 μ.Χ.) ἔχει ὡς ἑξῆς:

«...Ἀλλ' ἵνα τῶν ἀρχαίων ὑποδειγμάτων παυσώμεθα, ἔλθωμεν ἐπί τούς ἔγγιστα γενομένους ἀθλητάς. Λάβωμεν τῆς γενεᾶς ἡμῶν τά γενναῖα ὑπο­δείγματα. Διά ζῆλον καί φθόνον οἱ μέγιστοι καί δικαιότατοι στῦλοι[4] ἐδιώχθησαν καί ἕως θανάτου ἦλθον. Λάβωμεν πρό ὀφθαλμῶν ἡμῶν τούς πρώ­τους ἀποστόλους. Πέτρος διά ζῆλον ἄδικον οὐχ ἕνα οὐδέ δύο, ἀλλά πλείονας ὑπήνεγκε πόνους καί οὕτω μαρτυρήσας ἐπορεύθη εἰς τόν ὀφειλόμενον τό­πον δόξης. Διά ζῆλον καί ὁ Παῦλος ὑπομονῆς βραβεῖον ὑπέσχε, ἑπτά δε­σμά φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς. Κήρυξ γενόμενος ἔν τε τῇ Ἀνα­τολῇ καί τῇ Δύσει, τό γενναῖον τῆς πίστεως κλέος ἔλαβε δικαιοσύνην διδάξας ὅλον τόν Κόσμον καί ἐπί τό τέρμα τῆς Δύσεως ἐλθών καί μαρτυρήσας ἐπί τῶν ἡγουμένων, οὕτως ἀπηλλάγη τοῦ Κόσμου».

Ἐκ τῶν λόγων τούτων τοῦ ἁγίου πατρός συνάγεται τό βέβαιον συμπέ­ρασμα ὅτι ἀμφότεροι οἱ κορυφαῖοι δέν ἀπέ­θανον ἐν Ρώμῃ, ἄλλως οὗτος θά ἐποιεῖτο τούτου μνείαν ὅτι δέν ἀπέθανον ὡσαύ­τως διά τήν κατηγορίαν τοῦ ἐμπρησμοῦ τῆς Ρώμης..., ἀλλ' ἕνεκα ζήλου καί φθόνου· καί τέλος, ὅτι μό­νον ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐγένετο κήρυξ ἐν τῇ Δύσει, «ἐπί τό τέρμα τῆς Δύσεως ἐλθών». Βεβαιοῦται δηλ. προσέτι ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος μετέβη καί εἰς Ἱσπανίαν (ἥτις ἀποτελεῖ τό τέρμα τῆς Δύσεως), ὡς ἔγραφε ἐν τῇ πρός Ρωμ. ἐπιστολήν (ΙΕ΄ 23-24): «... ἐπιποθίαν δέ ἔχων ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς ἀπό πολλῶν ἐτῶν, ὡς ἐάν πορεύομαι εἰς τήν Σπανίαν, ἐλεύσομαι πρός ὑμᾶς∙ ἐλπίζω γάρ διαπορευόμενος θεάσασθαι ὑμᾶς καί ὑφ' ὑμῶν προπεμφθῆναι ἐκεῖ...». Καί ὅτι προφανῶς ἐμαρ­τύρησεν ἐκεῖ, «...ἐπί τό τέρμα τῆς Δύσεως, καί κατά τόν Ἅγιον Κλήμεντα, ἐλθών»[5].

Ἀσχέτως ὅμως τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου τοῦ θανάτου τῶν «κορυ­φαίων», ἡ σοβαρωτέρα καθ' ἡμᾶς μαρτυρία τῆς πρό τοῦ ἀπο­στόλου Παύλου μή μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Πέ­τρου εἰς Ρώμην καί συνεπῶς τῆς μή ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλη­σίας τῆς Ρώμης ὑπ’ αὐτοῦ ἐξάγεται ἐκ τοῦ παραλληλισμοῦ τῆς πρό Ρωμαίους ἐπιστολῆς, μεθ' ὅσων ἀναφέρονται ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ἀποστό­λων (ΚΗ΄ 14-31) περί τῆς πρώτης εἰς Ρώμην μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύ­λου. Οἱ ἐν Ρώμῃ Χριστιανοί (πρός τούς ὁποίους ἐγράφη ἡ πρός Ρωμαίους ἐπιστο­λή) προήρχοντο προφανῶς ἐξ ἐθνικῶν ἐκ Συρίας, Μακεδο­νίας καί Ἑλ­λάδος, μαθητευσάντων προηγουμένως παρά τῷ ἀπο­στόλῳ Παύλῳ, προφανῶς δέ καί τινων Ἰουδαίων, ἐκ τῆς ἐν Ρώμῃ πολυαρίθμου τότε Ἰουδαϊκῆς κοινό­τητος. Χωρίς νά ἀποτελῶ­σιν οὗτοι ὠργανωμένην Ἐκκλησίαν, συνήρχοντο προ­φανῶς καί ἐδιδάσκοντο εἰς διαφόρους οἴκους, ὡς ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Ἀκύ­λα καί τῆς Πρισκίλλης (Ρωμ. ΙΣΤ΄ 3-4)[6]. Ταῦτα συνάγονται ἐκ τῶν ἐν κεφ. Α΄ 6 καί 15, τῆς ἐπιστολῆς ταύτης ἀναφερομένων (ἔνθα ὁ ἀπό­στολος τονίζει ὅτι εἶναι «ἀπόστο­λος ἐθνῶν» καί... «εἶναι πρόθυμος νά εὐαγγελισθῇ καί τοῖς ἐν Ρώμῃ...»), ἐκ τῶν ἀναφερομένων ἐν Κεφ. ΙΑ΄ 13 τῆς αὐτῆς ἐπιστολῆς «...ὑμῖν γάρ λέγω τοῖς ἔθνεσι...».

Γράφων λοιπόν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκ Κορίνθου, κατά τό 58 μ.Χ.[7], πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης τονίζει: «...ὥστε με ἀπό Ἱερουσαλήμ καί κύκλῳ μέχρις Ἰλλυρικοῦ πεπληρωκέναι τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, οὕτω δέ φιλοτιμούμενον εὐαγγελίζεσθαι, οὐχ ὅπου ὠνομάσθη Χριστός, ἵνα μή ἐπ' ἀλλότριον θεμέλιον οἰκοδομῶ» (Ρωμ. ΙΕ΄ 19-20) Καί προσθέτει: «...Διό καί ἐνεκοπτόμην τά πολλά τοῦ ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς... ἐπιποθίαν δέ ἔχων τοῦ ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς ἀπό πολλῶν ἐτῶν, ὡς ἐάν πορεύωμαι εἰς τήν Σπανίαν ἐλεύσομαι πρός ὑμᾶς» (Ρωμ. ΙΕ΄ 22-24). Μήπως καί μόνον ταῦτα δέν εἶναι ἱκανή μαρτυρία ὅτι γράφων ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης, ἐγνώριζε καλῶς ὅτι πρό αὐτοῦ «παρ' ἄλλου δέν ὠνομάσθη εἰς αὐτούς Χριστός» καί ὅτι, «οὐδείς ἄλλος πρό αὐτοῦ θεμέλιον παρ' αὐτοῖς τέθεικε», διό καί φιλοτιμούμενος εἶχεν ἐπιποθίαν νά τούς ἐπισκεφθῇ;

Δέν εἶχε συνεπῶς ὁ ἀπόστολος Πέτρος μεταβῇ εἰς Ρώμην πρό τῆς συγγρα­φῆς τῆς ἐπιστολῆς ταύτης, ἤτοι πρό τοῦ 58 μ.Χ. Μήπως ὅμως μετέβη κα­τά τό ἀπό τῆς συγγραφῆς τῆς ἐπιστολῆς καί μέχρι τῆς πρώτης εἰς Ρώμην μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου μεσολαβῆσαν διετές περίπου χρονικόν διάστη­μα; Καθ' ἡμᾶς καί μόνον τά ἐν ταῖς Πράξεσι (ΚΗ΄ 14-31) ἀναφερόμε­να περί τῆς εἰς Ρώμην πρώτης μεταβάσεως καί τῆς ἐκεῖ ἐπί διετίαν παρα­μονῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀποκλείουσι τοῦτο ἀπολύτως. Ἔχουσι δέ ταῦτα ἐν συνόψει ὡς ἑξῆς:

Τόν ἀπόστολον Παῦλον καί τούς μετ' αὐτοῦ ὑποδέχον­ται, «ἐξελθόντες μέχρις Ἀππίου φόρου...» (Πράξ. ΚΗ΄ 15), οἱ ἐν Ρώμῃ χριστιανοί ἀδελφοί, γνωστοί, προφανῶς, κατά τά προεκτεθέντα, τῷ ἀποστόλῳ Παύλῳ, ἐξ οὗ καί οὗτος ἰδών αὐ­τούς «ἔλαβε θάρσος»· ἀλλ' ἐν τοῖς ἀδελφοῖς τούτοις δέν ὑπάρ­χει προδή­λως «ἐπί­σκοπος» τῆς ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησίας ἤ πρεσβύτερος, ἄλλως θά ἐγίνετο αὐτοῦ εἰδική μνεία, ὡς ἐγέ­νετο διά τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκ­κλησίας τῆς Ἐφέσου (Πράξ. ΚΗ΄ 17 ἑξ.).

Λαβών ἀκολούθως ἄδειαν ὁ ἀπόστολος Παῦλος νά μείνῃ «ἐν ἰδίῳ μισθώματι» (Πράξ. ΚΗ΄ 30) (ὅπου καί ἔμεινε ἐπί διετίαν), καλεῖ τρεῖς ἡμέρας μετά τήν εἰς Ρώμην ἄφιξίν του τούς «ὄντας τῶν Ἰουδαίων...» (Πράξ. ΚΗ΄ 17) καί ὁμιλεῖ πρός αὐτούς περί τοῦ Κ. ἡ Ἰ. Χριστοῦ, «...τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραήλ, δι' ἥν τήν ἅλυσιν περιεβάλλετο» (Πράξ. ΚΗ΄ 20). Οὗτοι ἀπαντῶντες ὅτι δέν ἔλαβον γράμματα περί αὐ­τοῦ καί δηλοῦντες ὡς 'Ιουδαῖοι –καί μάλιστα οἱ πρόκριτοι τῶν ἐν Ρώμῃ– ὅτι οὐδείς ἄλλος τῶν ἀδελφῶν Ἰουδαίων προηγουμένως ἀπήγγειλεν ἤ ἐλάλησέ τι περί αὐτοῦ πονηρόν, ἀξιοῦσι νά ἀκούσωσι παρά τοῦ ἰδίου τά τῆς διδασκαλίας του, ἥν ἀπο­καλοῦσιν αἵρεσιν, γνωστοῦ ὄντος εἰς αὐτούς, ὅτι «πανταχοῦ ἀντιλέγεται». Ὁρισθείσης ἡμέρας, ἄρχεται τῆς διδασκαλίας «πείθων» τινάς ἐξ αὐτῶν..., ἐνῷ ἄλλοι «ἠπίστουν» (Πράξ. ΚΗ΄ 24). Ἐκ τῶν πειθομένων δέ προδήλως καί τῶν ἄλλων προϋπαρχόντων ἀδελφῶν χριστιανῶν, πρός οὕς ἔγραψε τήν πρός Ρωμ. ἐπιστολήν του, ἱδρύει τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, ἧς ἐπίσκοπον χειροτονεῖ τόν μαθητήν του Λίνον. Πῶς λοιπόν ἦτο δυνατόν ἐν τῇ λεπτομερεστάτῃ ταύτῃ περιγραφῇ τῆς πρώτης εἰς Ρώμην μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τῆς ἐπί διετίαν ἐκεῖ παρα­μονῆς του, νά μή γίνῃ καί ἡ ἐλα­χίστη νύξις περί τυχόν προηγουμένης ἐκεῖ μεταβάσεως τοῦ ἀποστό­λου Πέτρου καί τῆς ὑπάρξεως ἐν Ρώμῃ ὠργανωμένης Ἐκ­κλη­σίας, ἱδρυθείσης ὑπ' αὐτοῦ, ὡς καί τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκό­που της; Πῶς δέ καί οἱ «ὄντες», οἱ πρόκριτοι τῶν ἐν Ρώμῃ Ἰουδαίων, ἀποσιωπῶσι τήν ἐκεῖ προηγουμένην μετά­βασιν τοῦ «ἀδελφοῦ»[8] καί «διδασκάλου» τῶν Ἰουδαίων ἀπο­στόλου. Πέτρου, ὅλως δ' ἀντι­θέτως δηλοῦντες, ὅτι «οὐδείς τῶν ἀδελφῶν παρεγένετο» μέχρι τότε πρός αὐτούς, ἀξιοῦσι πα­ρά τοῦ ἀπο­στό­λου Παύλου νά ἀκού­σωσι τά τῆς χριστια­νι­κῆς διδασκα­λίας; Ἐάν ὁ ἀπόστολος Πέτρος μετέ­βαι­νε προη­γουμένως εἰς Ρώμην καί ἐδίδασκε καί ἵδρυεν Ἐκ­κλη­σίαν, ἦτο δυνατόν νά μή γνωρίζωσι τοῦτο οἱ «ὄντες» τῶν ἐκεῖ Ἰου­δαίων; Καί ἦτο δυνατόν νά μή γίνῃ καί νύξις κἄν περί αὐτῆς καί τοῦ ἐπισκό­που της εἰς τάς μεταξύ αὐτῶν καί τοῦ ἀπ. Παύλου συζητή­σεις;

Ἀλλά καί αἱ πρός Φιλιππησίους, πρός Κολοσσαεῖς καί πρός Τίτον ἐπιστολαί τοῦ ἀπ. Παύλου, αἱ ἀναμφισβητήτως γραφεῖσαι ἐν Ρώμῃ, κατά τό διετές διάστημα τῆς ἐκεῖ παρα­μονῆς του, ἐν αἷς οὐδεμία νύξις γίνεται περί τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἐνῷ, καί δή ἐν τῇ πρός Κολοσσαεῖς, γίνεται ὀνομα­στική μνεία τόσων ἄλλων, ἀπο­τελοῦσιν ἀδιαφιλονίκητον μαρ­τυρίαν, ὅτι πρό τοῦ ἀπ. Παύλου δέν μετέβη εἰς Ρώμην ὁ ἀπόστολος Πέτρος, οὔτε δέ καί μετ’ αὐτόν καί καθ' ὅν χρόνον οὗτος παρέμεινεν ἐκεῖ. Ἐκ δέ τῆς Β΄ πρός Τιμόθεον γραφεί­σης, ὡς προανεπτύξαμεν, ἐν Ρώμῃ ὀλίγον πρό τοῦ θανάτου τοῦ ἀποστόλου Παύλου (64-67 μ.Χ.), προσεπιβεβαιοῦται ὅτι δέν μετέβη οὗτος εἰς Ρώμην.

Καί ἄλλα ὅμως ἐξηκριβωμένα ἱστορικά γεγονότα, ἐν συν­δυα­σμῷ πρός τάς μνησθείσας μαρτυρίας τῆς Γραφῆς, ἀποδεικνύουσιν ὡς τελείως ἀναλη­θεῖς τούς ἰσχυρισμούς τῶν θεολόγων τῆς Παπι­κῆς Κοινότητος ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος μεταβάς εἰς Ρώμην τῷ 41 μ.Χ.! παρέμεινεν ἐκεῖ συνεχῶς! , μέ­χρι τοῦ 66 μ.Χ., ὅτε καί ἐπί Νέ­ρωνος ἐμαρτύρησεν.

Οὕτως εἶναι βεβαιωμένον ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπε­στρά­φη τῷ 37 μ.Χ., «μετά τρία δέ ἔτη ἀνῆλθεν εἰς Ἱεροσό­λυμα ἱστορῆσαι Πέτρον καί ἐπέμεινε παρ' αὐτῷ ἡμέρας δέκα πέντε» (Γαλ. Α΄ 18). Ἡ πρώτη λοιπόν συνάντησις τῶν δύο ἀποστόλων ἐγένετο ἐν Ἱεροσο­λύμοις τῷ 39 μ.Χ. Συνεχίζων ὁ ἀπ. Παῦλος ἐν τῇ αὐτῇ ἐπιστολῇ (Β΄ 1), βεβαιοῖ, ὅτι ἀνέβη τό δεύτερον εἰς Ἱεροσόλυμα «μετά δέκα τέσσαρα ἔτη», μετά τῶν ἀποστόλων Βαρνάβα καί Τίτου, κατά τήν δευτέραν δέ ταύτην μετάβασίν του ἐγένετο καί ἡ πρώτη ἐν Ἱερο­σολύ­μοις ἀπο­στολική σύνοδος διά τόν τρόπον τῆς εἰσδοχῆς εἰς τήν Ἐκ­κλη­σίαν τῶν ἐξ ἐθνῶν προσερχομένων (Πράξ. ΙΕ΄ 5-30). Ὥστε καί μετά δέκα τέσσαρα (14) ἔτη ἀπό τοῦ 39 μ.Χ., ἤτοι τῷ 53 μ.Χ., ὁ ἀπόστ. Πέτρος εὑρίσκε­ται εἰς «Ἱεροσόλυμα καί λαμβάνει μέρος εἰς τήν Α΄ Ἀποστολικήν σύνοδον, κατά τόν αὐτόν δέ προδήλως χρόνον δίδει τοῖς ἀποστόλοις Παύλῳ καί Βαρ­νάβᾳ –μετά τοῦ Ἰωάννου– «δεξιᾶς κοινωνίας» καί ἀκο­λούθως ἐλέγ­χεται ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἰς Ἀντιόχειαν.

Τῷ 58, ὡς προείπομεν, γράφεται ἐκ Κορίνθου ἡ πρός Ρωμαίους ἐπι­στολή, ἐν ᾗ ὁ ἀπ. Παῦλος φέρεται καλῶς γνωρίζων ὅτι οὐδείς ἄλλος ἀπόστολος εἶχε μεταβῇ μέχρι τότε εἰς Ρώμην, καί τῷ 60 μ.Χ. ἀναβαίνει οὗτος τό τελευταῖον εἰς Ἱεροσόλυμα (Πράξ. ΚΑ΄ 17), ὅπου προφανῶς δέν εὑρί­σκεται ὁ ἀπ. Πέτρος, διότι ἐπισκέπτεται μόνον τόν Ἰάκωβον, παρ' ᾧ «παραγίνονται πάντες οἱ πρεσβύτεροι». Συλλαμβανόμενος ἐν Ἱεροσολύμοις ἄγεται εἰς Καισάρειαν, ὅπου παραμένει δέσμιος ἐπί διετίαν (Πράξ. ΚΔ΄ 27) καί ὅπου προδήλως γράφει τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν[9] καί ἐκεῖθεν μετάγεται τό πρῶτον εἰς Ρώμην, κατά τό 62 μ.Χ.

Ὅταν λοιπόν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν: α. ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφων τήν Α΄ Καθολικήν ἐπιστολήν του πρός τούς ἐν δια­σπο­ρᾷ ἐξ Ἰουδαίων χριστιανούς «Πόντου, Γαλατίας κλπ.» εἶχε γνῶσιν τῆς πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύ­λου, γραφείσης περί τό 62 μ.Χ. β. ὅτι ὀλίγον πρό τῆς συγγρα­φῆς τῆς ἐπιστολῆς ταύτης – κατά τήν τελευταίαν μετάβασιν τοῦ ἀποστόλου Παύ­λου εἰς Ἱεροσόλυμα – δέν εὑρί­σκετο ἐκεῖ· καί c. ὅτι ἀπό τῆς συγγραφῆς τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς (58 μ.Χ.) καί ἀκολούθως τῆς πρός Ἐφε­σίους (60-62 μ.Χ.) μέχρι τῆς πρώτης συνοδείᾳ μεταγωγῆς δεσμίου τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἰς Ρώμην δέν εἶχεν οὗτος οὐδόλως μετα­βῇ εἰς Ρώμην (ὡς τοῦτο ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς ἐν ταῖς Πράξεσι λεπτο­με­ροῦς περιγραφῆς τῆς πρώτης ἐκεῖ μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἥν προανεπτύξαμεν), δέν καθίσταται ἀναμφισβήτητον ὅτι ἀπουσιάζων ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐξ Ἱε­ροσολύμων, κατά τήν τελευταίαν ἐκεῖ μετάβασιν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, εὑρίσκετο ὄντως κατά τόν αὐτόν χρόνον εἰς τήν Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου, ὅπου καί ἔγραψε τήν Α΄ Καθολικήν ἐπιστολήν του, ἐν ᾗ οὐδόλως ἀνέφερε τήν Ρώμην, ἀκριβῶς διότι δέν εἶχε οὐδόλως μέχρι τότε μεταβῆ ἐκεῖ;

Ἐκ τοῦ συνδυασμοῦ λοιπόν πασῶν τῶν μαρτυριῶν τούτων συνάγεται τό ἀμάχητον πλέον συμπέρασμα ὅτι πρό τοῦ ἀποστόλου Παύλου δέν μετέβη εἰς Ρώμην ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ἐκ τοῦ συνδυασμοῦ ἐπίσης τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστό­λου Παύλου πρός Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς καί Τίτον, αἵτι­νες ἀναν­τιρρήτως ἐγρά­φη­σαν ἐν Ρώμῃ κατά τό πολυετές διά­στημα τῆς ἐκεῖ παραμο­νῆς του (καί ἐν αἷς οὐδεμία νύξις γίνε­ται περί τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, καίτοι γίνεται ὀνομαστική μνεία τόσων ἄλλων ἐν τῇ πρός Κολασ­σαεῖς) συνάγεται ὡσαύ­τως τό ἀναμφισβήτητον συμπέρασμα ὅτι οὔτε κατά τό διάστημα τῆς ἐν Ρώμῃ παραμονῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου μετέβη ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἐφ’ ὅσον ἄλλως τε, ὡς προείπομεν, οὐδείς πλέον ὑπῆρχε πρός τοῦτο λόγος, ἀφοῦ ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ρώμης ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἱδρυθεῖσα ἤκ­μαζε, ἠγέρθη δέ μετ' ὀλίγον καί ὁ μέγας ἐπί Νέρωνος διωγ­μός. Τέλος, ἐκ τῆς Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς τοῦ ἀπο­στό­λου Παύλου, γραφεί­σης ἐν Ρώμῃ ὀλίγον πρό τοῦ θα­νάτου του, προσεπιβε­βαιοῦται, κατά τά προαναπτυχθέντα, ὅτι οὐ­δέ­ποτε με­τέβη ὁ ἀπό­στολος Πέτρος εἰς Ρώμην. Καί ἀποδει­κνύον­ται οὕτως ὅλως ἀβά­σιμοι καί ἀναλη­θεῖς οἱ περί τοῦ ἐναντίου ἰσχυρισμοί τῶν θεολόγων τῆς Παπικῆς Κοινότητος, ὡς καί αἱ σχετικαί πληροφορίαι τοῦ Εὐσε­βίου, τοῦ Εἰρηναίου (Λουγδούνου), τοῦ Διονυσίου Κορίνθου καί τοῦ πρεσβυ­τέρου Γαΐου, τάς ὁποίας οὗτοι ἐπικαλοῦνται∙ διότι καί αἱ πληρο­φορίαι αὗται προδήλως ἐστηρίχθησαν ἐπί ἀποκρύφων βι­βλίων καί ἀναληθῶν πηγῶν. Περί τῶν πληρο­φοριῶν δέ τού­των ἐκ τῆς αὐτῆς μελέτης «περί τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος» τοῦ ἁγίου Νεκταρίου (σελ. 32-40) μεταφέρομεν τά ἑξῆς:

«Εἴδομεν ὅτι καί μέχρι τέλους τοῦ 66 μ.Χ. ὁ Παῦλος ἦν ἐν Ρώμῃ ἐ­λεύθερος καί ζῶν. Ἐπειδή δέ οὐδαμοῦ ἀναφέρεται ὁ Πέτρος, ἄρα ὁ Πέ­τρος δέν ἦτο ἐν Ρώμῃ...

»Ἀλλ' ὁ Πέτρος καί μετά ταῦτα δέν μετέβη εἰς Ρώμην, τοὐλά­χιστον μέχρι τοῦ 81 ἔτους, ὡς ἐκ τῶν ἱστορουμένων ὑπό τοῦ Εὐσε­βίου δείκνυται, ἑαυτόν ἀναιροῦντος.

»Ὁ Εὐσέβιος ἐν βιβλ. III κεφ. α΄, β΄, καί ἐν βιβλ. IV α΄ καί ἀλλαχοῦ λέγει περί Πέτρου ὅτι μετέβη εἰς Ρώμην καί ὅτι ἐχειρο­τόνησεν ἐκεῖ τόν Λίνον πρῶτον ἐπίσκοπον Ρώμης, καί ἐν βιβλ. ΙΙ κε΄, ὅτι ἐθανατώθη ἐπί Νέρωνος ἐν Ρώμῃ... Ἀλλ' ὁ αὐτός ἐν τῷ III βιβλ., κεφ. ιγ΄, λέγει: «Κατά τό δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας Τίτου, Λίνος ἐπίσκοπος τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλη­σίας δύο καί δέκα ἐνιαυτοῖς τήν λειτουργίαν κατασχών, Ἀνεγκλήτῳ ταύτην παραδέδωκεν.

»Ἴδωμεν ἤδη ποίῳ ἔτει ἀντιστοιχεῖ τό δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας Τίτου, καθ' ὅ παρέλαβε τόν θρόνον ὁ Ἀνέγκλητος.

»Ὁ Κλαύδιος ἐβασίλευσεν ἀπό τοῦ 40 μέχρι τοῦ 54. Ὁ Νέρων ἀπό τοῦ 54 μέχρι τοῦ 68. Ὁ Οὐεσπεσιανός ἀπό τοῦ 69 μέχρι τοῦ 79. Ὁ Τίτος ἀπό τοῦ 79 μέχρι τοῦ 81 καί πλέον 1/3 τοῦ ἔτους. Ὥστε ἀπό τοῦ 81 ἔτους, ἀφαιρουμένων 12 ἐτῶν τῆς ἐπισκοπῆς Λίνου, μένουσι 81-12= 69· ὥστε κατά τό 69-70 μ.Χ. ἐχειροτονήθη ὁ Λίνος κατά τήν ἀκριβῆ χρονολογίαν καί τήν μαρτυρίαν τοῦ Εὐσεβίου. «Ἤδη ἐρω­τῶ­μεν· πῶς ἐχειροτονήθη ὑπό τοῦ Πέτρου, μαρτυρήσαντος κατά τό 66 κατά τούς Παπικούς; Πῶς δέ ἐν τῷ τρίτῳ βιβλίῳ, κεφ. Δ΄, λέγει τά ἀντι­φα­τικά ταῦτα «Λίνος δέ οὐ μέμνηται συνόντος ἐπί Ρώμης αὐτῷ (τῷ Παύλῳ) πρῶτος μετά Πέτρον τῆς Ρωμαίων Ἐκκλησίας τήν ἐπισκοπήν ἤδη πρότερον κληρωθείς δεδήλωται»; Πῶς συμβιβάζεται «τό πρότερον κληρωθείς μετά Πέτρον», μέ τήν εἴδησιν, τήν ὁποίαν μᾶς δίδει μέ τά ἐννέα μόνον κεφάλαια τοῦ αὐτοῦ βιβλίου του; Πῶς ὁ πρότερον ὑπό τοῦ Πέτρου κληρωθείς χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Ρώμης κατά τό 69 ἔτος; Ὥστε ὀρθῶς ὑπεστηρίξαμεν, ὅτι τό «μετά Πέτρον» ἦτο «μετά Παῦ­λον». Ἡ πληροφο­ρία αὐτή τῆς χειροτονίας τοῦ Λίνου κατά τό 69-70 μ.Χ. βεβαιοῖ τήν δευτέραν εἰς Ρώμην ἐπιδημίαν τοῦ ἀπ. Παύλου, ἴσως μετά τήν εἰς Ἱσπανίαν μετάβασίν του· προσέτι μαρτυρεῖ αὐτόν ἔτι ζῶντα· τά δέ περί μαρτυρίου του μετά τοῦ ἀπ. Πέτρου κατά τό 66ον ἐπί Νέρωνος, ἐλέγ­χονται ἀνακρι­βῆ. Ὅτι Παῦλος ἦν καί οὐχί Πέτρος, μαρτυρεῖται καί ἐκ τῶν διαταγῶν τῶν Ἀποστόλων, Βιβλ. Ξ΄ κεφ. ΜΕ΄, ἐν αἷς μόνον περί τοῦ ἀπ. Παύλου γί­νεται λόγος, περί δέ τοῦ ἀπ. Πέτρου οὐδείς.

»Ὁ Ἀνέγκλητος, κατά τόν Εὐσέβιον, ἐπεσκόπευσε 12 ἔτη (Βιβλ. III ιε΄). Δωδεκάτῳ δέ ἔτει τῆς αὐτῆς ἡγεμονίας (Δομι­τια­νοῦ) τῶν Ρωμαίων Ἐκκλησίας· Ἀνέγκλητον ἔτεσιν ἐπισκ­πεύσαντα δέκα δύο διαδέχεται Κλήμης.

»Κατά τήν ἀκριβῆ χρονολογίαν ὁ Τίτος ἀπέθανεν, ὡς εἴδομεν, τό 81 μ.Χ. καί παρέλαβε τήν ἡγεμονίαν Δομιτιανός... ὥστε προστιθεμένων 12 πρός τοῖς 81 ἔχομεν 93, τό ἔτος καθ’ ὅ ἐχειροτονήθη ὁ Κλήμης τρίτος διά­δοχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἐπι­σκοπικοῦ θρόνου, καί ὅμως παρά τοῖς Παπικοῖς φέρεται, ὅτι καί οὗτος ὑπό τοῦ Πέτρου ἐχειροτονήθη!!!

»Παρ' Εὐσεβίῳ φέρεται τό ἑξῆς ἀπόσπασμα τοῦ Εἰρηναίου: «Θεμελιώσαντες οὖν καί οἰκοδομήσαντες οἱ μακάριοι ἀπό­στολοι τήν Ἐκκλησίαν, Λίνῳ τήν τῆς ἐπισκοπῆς λειτουργίαν ἐνεχείρισαν» (Εὐσεβ. Βιβλ. V στ΄). Ἐπί­σης ἐν Κεφ. Η΄ τοῦ αὐτοῦ Βιβλ. φέρεται ἕτερον τοῦ Εἰρηναίου ἀπόσπασμα, τό ἑξῆς: «Ὁ μέν δή Ματθαῖος ἐν τοῖς Ἑβραίοις τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν καί γραφῇ ἐξήνεγκεν Εὐαγγέλιον, τοῦ Πέτρου καί τοῦ Παύλου ἐν Ρώμῃ εὐαγγελιζομένων καί θεμελιούντων τήν Ἐκκλησίαν. Μετά δέ τήν τούτων ἔξοδον Μᾶρκος, ὁ μαθητής καί ἑρμηνευτής Πέτρου, καί αὐτός τά ὑπό τοῦ Πέ­τρου κηρυσσόμενα ἐγγράφως ἡμῖν παρέδωκε». Κατά τά δύο ταῦτα ἀπο­σπά­σματα ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ Εἰρηναίου μανθάνομεν ἑπτά τινα: i. «Ὅτι ὁ Πέ­τρος καί ὁ Παῦλος συνεθεμελίωσαν καί ᾠκοδό­μησαν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώ­μης»∙ ii. ὅτι ἀμφότεροι ἐνεχείρισαν τήν λειτουργίαν τῆς ἐπισκοπῆς Ρώμης τῷ Λίνῳ· iii. ὅτι ὁ Εὐαγ­γελιστής Ματθαῖος Ἑβραΐδι διαλέκτῳ συνέγρα­ψε τό Εὐαγγέλιόν του· iv. ὅτι ἔγραφε, καθ' ὅν χρόνον Πέτρος καί Παῦλος εὐηγγελί­ζοντο καί ᾠκοδόμουν τήν Ἐκκλησίαν Ρώμη∙ v. ὅτι ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος εἶχον σύγχρονον τήν ἔξο­δον· vi. ὅτι ὁ Μᾶρκος ἐγένετο ἑρμηνευτής τοῦ Πέτρου ἐν Ρώ­μῃ καί vii. ὅτι ὁ Μᾶρκος συνέγραψε μετά τήν ἔξοδον τῶν ἀποστόλων τό κατ' αὐτόν Ἱ. Εὐαγγέλιον. Δεῦτε ἴδωμεν, ἐάν ταῦτα οὕτως ἔχει.

»Πρῶτον ὁ Εἰρηναῖος λέγει, ὅτι ὁ Πέτρος καί Παῦλος συνεθεμελίωσαν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης· ὁ Εἰρηναῖος ἤκμα­σε κατά τόν δεύτερον αἰῶνα (140-202 μ.Χ.). Τήν πληροφορίαν του ταύτην ἔλαβεν ἐν Ρώμῃ πιστεύσας ὡς ἀληθῆ ἱστορίαν τόν περί Σίμωνος μάγου μῦθον, διότι γράφει, ὅτι ὄν­τως ἐν Ρώ­μῃ, πρός τιμήν τοῦ Σίμωνος μάγου, ἠγέρθη ἀνδριάς διά τήν μαγικήν αὐτοῦ τέχνην... Ἡ παραδοχή τοῦ μύθου ὡς ἱστο­ρικῆς ἀληθείας ἐξη­γεῖ τήν παραδοχήν τῆς μεταβάσεως τοῦ Πέτρου εἰς Ρώμην ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος, διότι ἐν τῷ μύθῳ τούτῳ ἱστορεῖται ὅλη ἡ κατά τοῦ Σίμωνος μάγου ἐνέργεια τοῦ Πέτρου καί Παύλου καί ἡ εἰς Ρώμην μετάβασις τοῦ Πέ­τρου. Πρό τοῦ Εἰρηναίου ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί μάρ­τυς, ἀκμάσας κατά τό ἥμισυ τοῦ δευτέρου αἰῶνος, ἐπίστευσε τόν μῦ­θον, πεισθείς εἰς τάς διαβεβαιώσεις τῶν ἐν Ρώμῃ χριστιανῶν. Ἰδού οἱ λόγοι τοῦ Ἰουστίνου. «Σίμωνα μέν τινα Σα­μαρέα τόν ἀπό κώμης λεγομένης Τιττών, ὅς ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τῆς τῶν ἐνερ­γούντων δαιμόνων τέχνης δυνά­μεις ποιήσας μαγικάς ἐν τῇ πόλει ἡμῶν Βασιλίδι Ρώμῃ Θεός ὠνομάσθη καί ἀνδριάντι παρ’ ἡμῶν ὡς Θεός τετίμηται· ὅς ἀν­δριάς ἀνεγήγερται ἐν τῷ ποταμῷ Τίβερι μεταξύ δύο γεφυ­ρῶν ἔχων ἐπιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην «Simoni deo sancto»[10]. Κατά τά ψευδοκλημέντεια ὁ Σίμων ὁ μάγος προεῖπεν ὅτι ἔμελλε νά τιμηθῇ ἐν Ρώμῃ ὡς Θεός, καί ἀνδριάς χάριν αὐτοῦ ἔμελλε νά στηθῇ ἐν αὐτῇ.

»Τά ψευδοκλημέντεια καίτοι ἐφάνησαν κατά τήν ἐποχήν ταύτην, ὁ μῦθος ὅμως τοῦ Σίμωνος μάγου καί τῶν διωγμῶν του ὑπό τοῦ Πέτρου εἶναι πολύ προγενέστερος, ἐφάνη ἀπό τάς ἀρχάς τοῦ δευτέρου αἰῶνος. Αἱ Πρά­ξεις τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί τό ἀπολεσθέν κήρυγμα τοῦ Πέτρου εἶναι ἔργα ἔχοντα τήν ἀρχήν εἰς αὐτόν τόν πρῶτον αἰῶνα, ἐγέ­νοντο δέ ὑπό τῶν 'Ιουδαίων χριστιανῶν, τῶν μή ἀπο­σπα­σθέντων τῆς νομικῆς λατρείας, τῶν πολεμούντων τόν Παῦ­λον διά τάς κατά τῆς νομικῆς λατρείας διδασκαλίας του, οἵτι­νες διά τήν προσήλωσίν των εἰς τήν Ἰουδαϊκήν λατρείαν ἀπε­τέλεσαν τάς αἱρέσεις τῶν Ἐβιωναίων καί Ἐσσαίων· ὥστε οὐ­δε­­μία ἀμφιβολία ὑπολείπεται περί τῆς πηγῆς, ἐξ ἧς ἤντλη­σαν ἀμφότεροι, ὅ τε Ἰουστῖνος καί ὁ Εἰρηναῖος∙ ἡ τοῦ Εἰρην­αίου ἄρα πληροφορία περί τῆς θεμελιώσεως καί οἰκο­δομή­σεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ὑπό τοῦ Πέτρου καί Παύλου στε­ρεῖται ἱστο­ρι­κοῦ κύρους. Ἤδη ἐξετάσωμεν τήν ἱστορικήν ἀλήθειαν καί τῆς δευτέρας εἰδήσεως.

»Ἐν τῇ δευτέρᾳ εἰδήσει λέγει, ὅτι ἀμφότεροι οἱ ἀπόστο­λοι Πέτρος καί Παῦλος ἐνεχείρησαν τήν λειτουργίαν τῆς ἐπι­σκοπῆς Ρώμης τῷ Λίνῳ (ἐνῷ ἐν Βιβλ. III δ΄, λέγει ὑπό τοῦ Πέτρου μόνον κατεστάθη ὁ Λίνος ἐπίσκοπος). Ἡ εἴδησις αὕ­τη δύναται νά διακριθῇ εἰς δύο μέρη· εἰς πόρισμα ἐσφαλ­μένον ἐξ ἐσφαλμένης παραδόσεως ἐξαχθέν, καί εἰς ἱστορι­κήν ἀλήθειαν. Τό πόρισμα ἐξήχθη ἐκ τῆς ψευδοῦς τοῦ μύθου παραδόσεως· ἡ δέ τῷ Λίνῳ ἐγχείρισις τῆς ἐπι­σκο­πῆς ὑπό τοῦ Παύλου εἶναι ἱστορική ἀλήθεια.

»Ἡ τρίτη είδησις, ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος Ἑβραΐδι διαλέ­κτῳ συνέγραψε, κατά τοσοῦτον εἶναι ἡμῖν χρήσιμος κα­θόσον συνδέεται μετά τῆς τετάρτης εἰδήσεως. Ἐν ταύτῃ λέ­γει, ὅτι ἔγραψεν ὁ Ματθαῖος, καθ' ὅν χρόνον ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος εὐηγγελίζοντο καί ᾠκοδόμουν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης.

»Εἴδομεν ἤδη, ὅτι ὁ Εἰρηναῖος καλῇ τῇ πίστει δέχεται τόν μῦθον τοῦ Σίμωνος μάγου ὡς ἱστορικήν ἀλήθειαν· ἐντεῦθεν δέ καί ἡ τοῦ Πέτρου ὁμόχρονος μετά τοῦ Παύλου συνεργασία ἐν Ρώμῃ, ὅπερ ἤδη ἀπεδείξαμεν ὡς ἐστερημένον κύρους ἱστορικοῦ. Ἀλλά καί τό σύγχρονον τῆς συγγραφῆς τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου πόθεν δῆλον; Πῶς εἶναι σύγχρονα δύο τινά, ὧν τό ἕτερον δέν ἔσχε χρόνον;

»Τήν μαρτυρίαν τοῦ Εἰρηναίου ἐξελέγχει ἀνακριβῆ αὐτό τό κατά Μα­τθαῖον Εὐαγγέλιον, ὅπερ μαρτυρεῖ, ὅτι ἐγράφη κατά τήν ἀρχήν τοῦ Ἰουδαϊ­κοῦ πολέμου, ὡς δηλοῦται ἐκ τοῦ 24 κεφ., στίχ. 15, ἤτοι τῷ 67 μ.Χ., ὅθεν μετά τό μαρτύριον τῶν ἀποστόλων (Πέτρου καί Παύλου). Τοῦτο μαρτυρεῖ, ὅτι ἡ εἴδη­σις τοῦ Εἰρηναίου εἶναι ἀνακριβής, διότι ὁ κριτικός ἔλεγχος ἀπο­δεικνύει αὐτήν τοιαύτην, καί ὅτι δέν δυνάμεθα νά στηρι­χθῶμεν ἐπί τῆς μαρτυρίας ταύτης τοῦ Εἰρηναίου, ὅστις καλῇ τῇ πίστει παρέλαβεν αὐτήν.

»Ἡ δέ πέμπτη εἴδησις, ὅτι ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος σύγχρονον ἔσχον τήν ἔξοδον (ἐν Ρώμῃ), οὐδαμόθεν ἄλλοθεν μαρ­τυρεῖται ἤ ἐκ τῶν ἀποκρύφων πηγῶν, τῶν στερουμένων κύρους· διότι καί ἡ τοῦ Διονυσίου Κορίνθου, ἀκμάσαντος κατά τό 170 σ.ἔ. μαρτυρία, γράφοντος πρός τόν ἐπίσκοπον Ρώμης, «ὅτι τήν ὑπό Πέτρου καί Παύλου φυτείαν γεννηθεῖσαν Ρωμαίων τε καί Κορινθίων συνεκεράσατε· καί γάρ ἄμφω καί εἰς τήν ἡμετέραν Κόρινθον φυτεύσαντες ἡμᾶς ὁμοίως ἐδίδα­ξαν, ὁμοίως δέ καί εἰς τήν Ἰταλίαν ὁμόσε διδάξαντες ἐμαρτύ­ρησαν κατά τόν αὐτόν καιρόν» στερεῖται κύρους∙ διότι ἐκ τῶν αὐτῶν ἠντλήθη πηγῶν.

»Ἐάν αὕτη ἔχῃ ἀλήθειάν τινα, αὕτη εὐρίσκεται ἐν τῇ εἰδήσει, ὅτι ὁ Πέτρος ὡς καί ὁ Παῦλος, ἐκήρυξαν ἐν Κορίνθῳ, ὅπερ μαρ­τυρεῖται καί ἐκ τῆς πρός Κορινθίους Α΄ ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου, ἐλέγχοντος τούς Κο­ρινθίους διά τάς ἔριδας τάς μεταξύ των, ὅτι ἕκαστος ἔλεγεν «ἐγώ μέν εἰμι Παύλου, ἐγώ δέ Ἀπολλώ, ἐγώ δέ Κηφᾶ» (Α΄ Κορ. Α΄ 12). Περί τοῦ κηρύ­γ­ματος ὅμως τοῦ Πέτρου ἐν Ρώμῃ οὐδέν προσθέτει· ἀλλ' ἐάν οἱ τῆς Ρώ­μης θεολόγοι φρονῶσι τά ἐναντία, τότε ἀποδό­τω­σαν τά πρωτεῖα καί πρε­σβεῖα τῇ Ἐκκλησίᾳ Κορίνθου· διότι θά εἶναι ἄπορον ἡ μέν πρεσβυτέρα νά στερῆται, ἡ δέ νεωτέ­ρα νά κατακαυχᾶται.

»Ἐπίσης καί ἡ τοῦ πρεσβυτέρου Γαΐου μαρτυρία, ἀκμά­σαν­τος κατά τό σ.ἔ. 200 (παρ. Εὐσεβ. β΄ 25) καί γράφοντος πρός Πρόκλον περί τῶν τροπαί­ων, ἤτοι τάφων τῶν ἀποστό­λων ἐν Ρώμῃ, ἐρχο­μένη μετά τήν μαρτυρίαν τοῦ Εἰρηναίου καί τοῦ Ἰουστίνου, μηδέν περί τροπαίων ἱστορούντων, καί μετά τήν συγγραφήν τῶν ψευδο­κλημεντείων, τῶν συν­τα­χθέν­των πρός ὑποστήριξιν τῶν φιλοδόξων ἀρχῶν τῶν Πα­πῶν, δέν δύναται νά ἔχῃ κῦρος· διότι οἱ τά ψευδο­κλημέντεια γράψαντες, καί τρόπαια ἀποστόλων ἠδύναντο νά ἱδρύσωσι∙ ἄλλως τε ὑπῆρχον τά τρόπαια τοῦ Παύλου (αἱ ἁλύ­σεις), ἅτινα ἠδύ­ναντο νά ἀποδοθῶσιν εἰς ἀμφότερους τούς ἀπο­στό­λους∙ ὥστε οὐδέν προσθέτει ἡ τοῦ Γαΐου μαρτυρία διά τῆς ἐπιδείξεως τῶν τροπαίων τῶν ἀποστόλων.

»Ὁ Γάϊος λέγων τά τρόπαια τῶν ἱδρυσάντων τήν ἐν Ρώ­μῃ Ἐκκλησίαν, πόθεν δῆλον, ὅτι ἐννοεῖ τόν Πέτρον; Τοῦτο εἶναι τό ἐν τῇ λογικῇ καλούμενον pelitio principii. Ἀνάγκη νά ἦτο ἤδη ἀπο­δεδειγμένον, ὅτι ἐκ τῶν θεμελιωτῶν τῆς ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησίας ὑπῆρ­ξε καί ὁ Πέτρος, διά νά παραδεχθῶμεν, ὅτι ὁ Γάϊος μνημονεύει τήν ἐν Ρώμῃ ὕπαρξιν τροπαίου, τοὐτέστι τάφου τοῦ Πέτρου. Τίνας λοιπόν ἐννοεῖ θεμελιωτάς τῆς ἐν Ρώμῃ Ἐκκλη­σίας; Τόν Παῦλον καί τούς μαθητάς αὐτοῦ. Διότι ἀπόστολοι δέν ἐκαλοῦντο μόνον oἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί οἱ συνεργάται καί οἱ μαθηταί αὐτῶν. Οὕτως ὁ Λουκᾶς καλεῖ τόν Βαρνάβαν ἀπόστολον· ὁ Παῦλος καλεῖ πολλάκις ἀποστόλους τόν Τίτον, τόν Τιμόθεον, τόν Σίλαν· ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς καλεῖ ἀπόστολον Κλήμεντα τόν Ρώμης, σύγχρονον τοῦ Γαΐου. Ἀλλά τό σπουδαῖον ἐπιχείρημα κατά τῆς γνώμης τῶν ἀντι­φρονούντων εἶναι τά παρά τοῦ Γαΐου λεγόμενα περί τροπαίων τῶν ἀποστόλων ἐν Ρώμῃ, ἅτι­να εἶναι ἀδύνατον νά εἶναι ἀληθῆ, διότι ἄντικρυς ἀντιμά­χον­ται πρός τά πράγματα. Ὁ Γάϊος μνημονεύει «τρόπαια ἀπο­στό­λων», τά ὁποῖα δύναται πᾶς τις νά ἴδῃ παρά τῷ Βατικανῷ ἤ παρά τήν Ὡστίαν ὁδόν, τουτέστιν εἰς τόπους περιφανεῖς. Ἀλλ' ἦτο τοῦτο δυνατόν, καθ' ὅν χρόνον οἱ Χριστιανοί διά νά σωθῶσιν ἔπρεπε νά εἶναι κεκρυμμένοι;

»Ἐάν ὑπῆρχον τῷ ὄντι οἱ τάφοι, ὡς μνημονεύει ὁ Γάϊος, θά κατεσκευάσθησαν τόν δεύτερον αἰῶνα, τουτέστιν ἐπί Τραϊνοῦ ἤ ἐπί Ἀδριανοῦ, διότι μόνον τότε οἱ χριστιανοί ἀπή­λαυ­σαν ἐλευθερίας τινός. Ἀλλά τότε διατί ὁ Παῦλος ὁ Σαμο­σατεύς, ἐπίσκοπος Ἀντιο­χείας, γράψας περί τό 260, οὐδέν περί τοῦ πράγματος ἀναφέρει; Διατί ὁ Ἀμμώνιος ὁ Ἀλεξαν­δρεύς, ὁ περί τό 250 συγγράψας τήν τῶν Εὐαγγελίων ἑρμη­νείαν, οὐδέν μνημονεύει; Διατί ὁ Μινούκιος (213), ὁ Φῆλιξ ἐν τῷ περί θρησκείας διαλόγῳ αὐτοῦ οὐδέν ἔγραψεν; Ὁμοίως ὁ Λουκιανός, ὁ ἐν Ἀντιοχείᾳ πρεσβύτερος, καί Διονύσιος ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, γράψαντες περί τό 240, οὐδέν μνημο­νεύουσι;

»Ἡ τοῦ Ὡριγένους μαρτυρία περί τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου ἐν Ρώμῃ ἐπί Νέρωνος ἀναιρεῖται ὑπό τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, ἱστο­ροῦντος, ὅτι ὁ Παῦλος «ἐπί τό τέρμα τῆς Δύσεως ἐλθών καί μαρ­τυρήσας ἐπί τῶν ἡγου­μένων ἀπηλλάγη», ὅπερ καί ὡς ἀόριστον ἐάν νοηθῇ καί μή ἀκριβῶς δηλοῦν ὡς τόπον μαρτυρίου τήν Ἱσπανίαν, δέν ἐννοεῖ ὅμως καί τήν Ρώμην διά τήν ἀοριστίαν.

»Οὐδέ τοῦ Εὐσεβίου ἡ μαρτυρία, ἱστοροῦντος, κατά τά προαναπτυχθέντα, τόν θάνατον τῶν δύο ἀποστόλων ἐν Ρώ­μῃ, ἔχει κῦρός τι, διότι καί οὗτος, ὡς προελέχθη, ἐν πολλοῖς ἀντιφάσκει καί τάς εἰδήσεις ἤντλησεν ἐκ τεθολωμένων πη­γῶν. Ἀπόδειξις, ὅτι ἀναφέρει ὡς ἱστορικήν ἀλήθειαν τόν μῦ­θον τοῦ Σίμωνος μάγου, ἐνῷ ἀναφέρει καί τήν εἴδησιν περί τοῦ θανάτου τῶν δύο ἀποστό­λων, καί ἀβασανίστως δέχεται πᾶσαν παράδοσιν ἤ εἴδησιν ὡς ἱστορικήν ἀλήθειαν...

»Ἡ ἔκτη εἴδησις, ὅτι ὁ Μᾶρκος ἐγένετο ἑρμηνευτής Πέτρου ἐν Ρώμῃ, ἀναιρεῖται ὑπ' αὐτῶν τῶν ἁγίων Γραφῶν. Ὁ Μᾶρκος δυνατόν νά ὑπῆρξεν ἑρμηνευτής τοῦ Πέτρου, ἀλλ' οὐ­χί ἐν Ρώμῃ· πολύ πιθανόν ἐν Αἰγύπτῳ, διότι ἐν Αἰγύπτῳ ὡμιλοῦντο ἡ Κοπτική, ἡ Ἑλληνική καί ἡ Λατινική γλῶσ­σα. Ἐν Ρώμῃ δέν ἦτο δυνατόν, α) διότι ὁ Πέτρος δέν μετέβη εἰς Ρώμην, καί β) διότι, ὡς εἴδομεν, ὁ Μᾶρκος μέχρι μέν τό 62 πρός 63 ἦτο ἐν Αἰγύπτῳ σύν τῷ Πέτρῳ, ἀπό δέ τοῦ χρόνου τούτου ἀναφέρεται εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Παύλου, ὡς εἴδο­μεν, ὡς συνεργός αὐτοῦ, ἐν αἷς οὐδεμία γίνεται μνεία τοῦ ὀνό­ματος τοῦ Πέτρου· ὥστε καί αὐτή ἡ εἴδησις τοῦ Εἰρηναίου στε­ρεῖται τοῦ κύρους τοῦ ἐκ τῆς μαρτυρίας τῶν Γραφῶν καί ὡς ὑπ' αὐτῶν ἀθετουμένη πίπτει. Ἡ εἴδησις αὕτη ἕν φαίνεται ὅτι ἐνέχει τό ἀληθές· ὅτι ὁ Μᾶρκος ἐγένετο ἑρμηνευτής τοῦ Πέτρου. Ἐπειδή δέ δέν ἐγένετο ἐν Ρώμῃ, πιθανόν ὅτι ἐγένετο ἐν Αἰγύπτῳ, καί τότε ὑποστηρίζεται ἡ γνώμη ἡμῶν περί τοῦ τόπου τῆς συγγραφῆς τῆς Α΄ Καθολικῆς ἐπιστολῆς.

»Ἡ δέ ἑβδόμη εἴδησις, ὅτι μετά τήν ἔξοδον τῶν ἀποστό­λων ὁ Μᾶρκος μετέδωκε τό κατ' αὐτόν Εὐαγγέλιον γραπτῶς, οὐδόλως ὑποστηρίζει τήν εἴδη­σιν καί ὅτι ἔγραψεν ἐν Ρώμῃ καί ὅτι μάλιστα «ἐκύρωσε τήν γραφήν ὁ ἀπ. Πέτρος», ὡς ἱστο­ρεῖ ὁ Εὐσέβιος ἐν Βιβλ. II κεφ. ιε΄, ἀλλά καί ταῦτα στε­ροῦν­ται κύρους, διότι ἡ κριτική ἔρευνα ἐξελέγχει αὐτά ἀνα­κριβῆ καί πρός τήν ἀλήθειαν ἀντιμα­χόμενα· Ἰδού δέ ἡ ἀπό­δειξις:

Τό Εὐαγγέλιον τό κατά Ματθαῖον μετεφράσθη εἰς τήν Ἑλλη­νικήν, ἐκ δέ τῆς συγκρίσεως τῶν τριῶν Εὐαγγελίων, ἤτοι τῆς μετα­φράσεως τοῦ κατά Ματθαῖον, τοῦ κατά Λουκᾶν καί τοῦ κατά Μᾶρκον, δείκνυται, ὅτι καί ὁ Λουκᾶς καί ὁ Μᾶρκος γράφοντες εἶχον τήν μετάφρασιν ταύτην ὑπ' ὄψει· διότι 42 περικοπαί τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου καί τοῦ Λου­κᾶ εἶναι καθ' ὅλα ὅμοιαι πρός τάς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ματ­θαίου· ἑπομένως ὁ Μᾶρκος ἔγραψεν πολύ ὕστερον. Πολύ πι­θα­νόν, καί ἴσως βέβαιον, ὅτι ἔγραψεν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, ὅπου ὡς ἑρμηνευτής τοῦ Πέτρου ἐχρημάτισε καί τά ὑπ' αὐτοῦ κη­ρυσ­σόμενα ἐγγράφως τοῖς πιστεύουσι παρέδωκε· ὥστε ἡ τοῦ Εἰρηναίου μαρτυρία, τοσαῦτα ἔχουσα τά τρωτά, δέν δύναται νά χρησιμεύσῃ ὡς θεμέλιον διά νά οἰκοδομηθῇ τό πρωτεῖον τοῦ Πάπα. Τό αὐτό κῦρος ἔχουσι πᾶσαι αἱ προμνημο­νευ­θεῖσαι μαρτυρίαι. Ὥστε ὁ ἀπόστολος Πέτρος οὐδαμόθεν ἀπο­δεικνύ­ε­ται, ὅτι μετέβη εἰς Ρώμην, ἤ ὅτι ἐκήρυξεν ἐν Ρώμῃ, ἤ ὅτι ἀπέ­θα­νεν ἐν Ρώμῃ. Μάλιστα ὅλως τἀναντία μαρτυροῦν­ται ὑπό τε τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστο­ρίας»[11].

Ἐκ τῆς λεπτομεροῦς καί ἀναλυτικῆς ταύτης κριτικῆς τῶν πληροφοριῶν τοῦ Εἰρηναίου (Λουγδούνου), τοῦ Διονυσίου Κο­ρίνθου, τοῦ πρεσβυτέρου Γαΐου, τοῦ Ὡριγένους καί ἐν συ­νε­χείᾳ τοῦ Εὐσεβίου περί μεταβάσεως καί τοῦ ἀποστόλου Πέ­τρου εἰς Ρώμην καί τῆς ἱδρύσεως ὑπ' αὐτοῦ, ἐν συνεργασίᾳ μετά τοῦ ἀποστόλου Παύλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἀπο­δεικνύεται, φρονοῦμεν, πλή­ρως ὅτι ὄντως αἱ πληροφορίαι αὗται ἐπί ἀναληθῶν παρα­δόσεων καί πηγῶν ἐστηρίχθησαν, προδήλως ἄλλως τε πρός τάς σαφεῖς ἀντιθέτους μαρτυρίας τῆς Γραφῆς καί τῆς Ἱστορίας ἀντικεί­μεναι[12]. Τάς ἀναληθεῖς ταύτας πηγάς καί παραδόσεις πολύ ἐγκαίρως, προφανῶς, ὡς ἐκ τῶν «ψευδοκλημεντείων» (μέ τά οποῖα καί ἐν τῇ συνεχείᾳ θά ἀσχοληθῶμεν) συνάγεται, ἐπενόησε καί κατά τά τέλη τοῦ Β΄ αἰῶνος ἔθεσεν εἰς κυκλοφορίαν ὁ Παπισμός, ἔκτοτε δια­νοη­θείς νά ὑποκαταστήσῃ τό κοσμικόν «imperium» καί τό «Pon­tifex maximus» τῶν Ρωμαίων αὐτοκρα­τόρων διά τοῦ πνευ­­μα­τικοῦ τοιούτου ὡς δῆθεν χριστιανικοῦ. Καί ἦτο ὅλως φυσικόν, ὑπό τό κράτος τῶν ἐν γένει πνευματικῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τῶν δυσχερειῶν τῆς πνευματικῆς μεταξύ τῶν μεγάλων καί ἀπομε­μακρυσμένων ἀπ' ἀλλήλων πόλεων ἐπικοινω­νίας καί τῆς ἐλλείψεως μέσων ἐλέγχου τῆς γνησιότητος τῶν ἐπί περ­γαμη­νῶν τότε κυκλοφορούντων συγ­γραμ­μάτων, νά μή εἶναι δυνατός ὁ προσήκων ἄμεσος ἔλεγχος τῶν σχετι­κῶν παραδόσεων καί πηγῶν.

Ἀλλά καί ἄν παρά πάντα ταῦτα ἐγίνετο δεκτόν ὅτι με-
τά τόν ἀπόστολον Παῦλον ἤ καί πρό αὐτοῦ ἀκόμη μετέβη καί ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος εἰς Ρώμην (καί­τοι ἡ δευτέρα ἐκδοχή ἀπο­κλείεται κατά τά προεκτεθέντα) καί ὅτι μετά τοῦ ἀπο­στό­λου Παύλου, ἤ καί πρό αὐτοῦ, ἵδρυσε τήν ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, καί πάλιν ὁ Παπισμός οὐδέν ἐπιχείρημα θά ἠδύνατο νά πο­ρισθῇ διά τήν δικαιολόγησιν καί θεμελίωσιν τοῦ ἐπί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας «πρωτείου» του διότι, ὡς προαπεδείξα­μεν, οὐδέν τοιοῦτον «πρω­τεῖον» εἶχεν ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Καί ἡ ἐνδε­χο­μένη ὅθεν ὑπ' αὐτοῦ ἵδρυσις τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης, ἀλλά καί ὁ τυχόν θάνατός του ἐν Ρώμῃ δέν ἦτο δυ­νατόν νά μετα­δώσωσιν εἰς τόν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἰδιαιτέ­ραν τινά ἐξουσίαν ἤ δικαιοδοσίαν ἐπί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Πολύ ὀρθῶς δέ καί ὡς πρός τοῦτο ὁ ἀοίδιμος Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Λέων τονίζει ἐν ἀρχῇ τῆς ἐν τοῖς προηγουμένοις μνημονευθείσης ἐπιστολῆς του καί τά ἑξῆς:

«Εἰ ἡ Ρώμη, ὅτι ἐδέξατο τόν κορυφαῖον ἐπίσκοπον, πρώτη, ἡ Ἀντιό­χεια μᾶλλον ἔχει τό πρωτεῖον∙ καί γάρ πρό τῆς Ρώμης ὁ ἀπ. Πέτρος ἐπεσκόπησεν ἐν Ἀντιοχείᾳ. Ἔτι, εἰ διά τόν κορυφαῖον τῶν ἀποστόλων ἡ Ρώ­μη... τόν μαρτυρικόν... τελειώσαντα δρόμον, πολλῷ δικαιότερον τά Ἱεροσόλυμα τῆς Ρώμης πρωτεύειν. Ἔτι εἰ ἀπό τῆς προσώπων ποιότητος τό πρωτεῖον τοῖς θρόνοις περίεστι, πῶς οὐ λαμπρῶς κατά πάντων τά Ἱεροσόλυμα τό κράτος ἕξει; Αὐτός γάρ ὁ καί Πέτρου καί ἡμῶν ἁπάντων κοι­νός πλάστης καί δεσπότης, ὁ πρῶτος καί Μέγας Ἀρχιερεύς, ἡ πηγή πάσης ζωῆς καί Ἀρ­χιερατικῆς τάξεως, ἐν αὐτοῖς... καί τήν διατριβήν ἔσχε καί Ἑαυτόν ὑπέρ τῆς τοῦ Κόσμου σωτηρίας ἑκών ἱεράτευσε. Ἔτι, εἰ διά τόν κορυφαῖον ἡ Ρώμη ζητεῖ τό πρωτεῖον, δι' Ἀνδρέαν τόν πρωτόκλητον καί γενέσει πρότερον ἀδελφόν, τό Βυζάντιον πρῶτον...».

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

[1]. Πρβλ. καί + Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἐκκλ. Ἱστορία, σελ. 10-15.

[2]. Ἡ Α' καθολ. ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ἐγράφη, κατά τήν ὁμολογίαν πάντων σχεδόν τῶν ἐρευνητῶν, μετά τήν πρός Ἐφεσίους ἐπι­στο­λήν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἥν προφανῶς εἶχεν ὑπ' ὄψιν του ὁ ἀπό­στολος Πέτρος, ἐκ τούτου δέ αἱ πολλαί τῶν ἐπιστολῶν τούτων ὁμοιότητες. Δεδομένου λοιπόν ὅτι ἡ πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή ἐγράφη μεταξύ τοῦ 60-62 μ.Χ. ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, προφανῶς τῆς Καισαρείας [Πράξ. ΚΔ΄ 27], ἄρα ἡ Α΄ καθολική τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ἐγράφη ἀργότερον, ἐν Βαβυλῶνι τῆς Αἰγύπτου, καί δέν ἀπευθύνεται αὕτη καί πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης, διότι ἀκριβῶς μέχρι τότε δέν εἶχε μεταβῇ ὁ ἀπόστολος Πέ­τρος ἐκεῖ, ἡ ἐπινόησις δέ θεολόγων τινων τῆς Παπικῆς Κοινότητος, ὅτι γράφων ὁ ἀπόστολος Πέτρος «Βαβυλῶνα» ἠννόει ἀλληγορικῶς τήν Ρώμην, εἶναι ἀναξία καί ἀνασκευῆς. Διότι οὐδείς λόγος συνέτρεχε νά προσφύγῃ οὗτος εἰς τοιαύτην ἀλληγορίαν, ὑπαρχούσης, ὡς προείπομεν, Βαβυλῶνος, μέ ἀν­θοῦσαν μάλιστα Ἰουδαϊκήν παροικίαν. Ἡ ἀναφορά εἰς ἄλλην Βαβυλῶνα με ἀλληγορικήν ἔννοιαν προφανῶς θά ἐδημιούργει σύγχυσιν.

[3]. Π. Τρεμπέλα, Ἑρμην. τῶν ἐπιστ. τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σελ. 624 καί τοῦ ἰδίου «Δογματική…», τόμ. Β΄, σελ. 397.

[4]. Ὁ ἅγιος πατήρ ὀνομάζει ἐπίσης τούς «κορυφαίους» ἀποστόλους ἁπλῶς «στύλους» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος.

[5]. Π. Τρεμπέλα, «Ἑρμην. τῶν Ἐπιστ. τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σ. 624. «...Τό ὅτι δέ –ὁ ἀπόστολος Παῦλος– ἐπεχείρησε μετά τήν ἀπόλυσίν του ἐκ τῆς πρώτης φυλακίσεώς του [ἐν Ρώμῃ] καί τετάρτην περιοδείαν..., εὑρί­σκε­ται μέν σύμφωνον καί πρός ὑπαινιγμόν τοῦ Κλήμεντος Ρώμης [Α΄ Κορ. 5 «ἐπί τό τέρμα τῆς Δύσεως ἐλθών»], ἀποτελεῖ δέ τήν μόνην φυσικήν ἐξήγησιν τῆς ἐν τῷ κανόνι τοῦ Moratori ἀπαντώσης φράσεως «profectionem Pauli ab urbe ad Spaniam», τῶν δύο τούτων μαρτυριῶν ὑποδηλουσῶν πιθανώτατα καί τήν πρός τά μέρη τῆς Σπανίας μετάβασιν τοῦ Παύλου κατά τόν ἐν τῇ πρός Ρωμ. ἐκφρασθέντα πόθον... ὡς χρόνος τῆς ὁδοιπορίας ταύτης καθορίζεται ὑπό τῶν νεωτέρων τό μεταξύ τῶν ἐτῶν 64-67 μ.Χ. χρονικόν διάστημα, τοῦ ἔτους 67 θεωρουμένου ὑπό τούτων ὡς ἔτους μαρτυρίου τοῦ Παύλου».

[6]. Π. Τρεμπέλα, ἑρμην. τῆς πρός Ρωμ. ἐπιστολῆς, σελ. 10-11 καί + Ἀρ­χιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. ἔργ., σελ. 313.

[7]. Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. ἔργ., σελ. 10.

[8]. Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τούς «ὄντας» τῶν ἐν Ρώμῃ Ἰουδαίων «ἀδελφούς» ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς φυλετικῆς ἀδελφωσύνης.

[9]. Πρβλ. + Π. Τρεμπέλα, ὑπομν. εἰς τάς ἐπιστ. τοῦ Παύλου, σελ. 433-434, ἀποκλίνοντος ὑπέρ τῆς γνώμης πολλῶν ἑρμηνευτῶν, ὅτι ἡ πρός Ἐφεσ. ἐπιστολή ἐγράφη εἰς Ρώμην, ἅμα τῇ ἐκεῖ ἀφίξει τοῦ ἀποστόλου, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν γνώμην ἄλλων φρονούντων, ὅτι ἐγράφη ἐν Καισαρείᾳ κατά τήν ἐκεῖ διετῆ ἐν «δεσμωτηρίῳ» φυλάκισίν του. Συμφωνοῦντες μετά τῶν δευτέρων, διότι ἐν Ρώμῃ ὁ ἀπόστολος δέν ἐκρατήθη ἐν «δεσμωτηρίῳ κατά τήν πρώτην «συνοδείᾳ» μετάβασίν του, ἀλλά τῷ ἐπετράπη νά πα­ραμείνῃ «ἐν ἰδίῳ μισθώματι» [Πράξ. ΚΗ΄ 30], θά παρατηρήσωμεν, ὅτι, εἴτε ἐν Καισαρείᾳ, εἴτε ἐν Ρώμῃ ἐγράφη ἡ ἐπιστολή αὐτή, ἀποτελεῖ πάντως ἀμά­χητον μαρτυρίαν, ὅτι, ἐφόσον ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶχε ταύτην ὑπ' ὄψιν του, ὅταν ἔγραφε τήν Α΄ Καθολ. ἐ­πιστολήν του, ἄρα ἔγραψε ταύτην ὁπωσδήποτε μετά τήν πρώτην μετάβασιν τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἰς Ρώ­μην. Τό ἐνδεχόμενον τῆς μεταβάσεώς του κατά τό ἐνδιάμεσον χρονικόν διάστημα ἀπό τῆς τυχόν ἐν Καισαρείᾳ συγγραφῆς τῆς πρός Ἐφεσ. ἐπι­στο­λῆς μέχρι τῆς εἰς Ρώμην πρώτης μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπο­κλείε­ται ὡσαύτως ἀπολύτως, ὡς προανεπτύξαμεν, ἐκ τῆς ἐν ταῖς Πράξεσι [ΚΗ΄ 15-31] λεπτομεροῦς περιγραφῆς τῆς μεταβάσεως ταύτης. Ἐάν δέ γίνῃ δεκτόν, ὅτι καί ἡ πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή ἐγράφη ἐκ Ρώμης, τότε προσεπιβεβαιοῦται περισσότερον οὐ μόνον ἡ μή μετάβασις τοῦ ἀπο­στόλου Πέτρου εἰς Ρώμην πρό τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά καί ἡ μετ' αὐτόν καί δή κατά τήν διάρκειαν τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του. Διότι ἀπο­κλείου­σιν τοῦτο καί αἱ λοιπαί ἐπιστολαί τοῦ ἀποστόλου Παύλου αἱ γρα­φεῖ­σαι ἐν Ρώμῃ, ἐν αἷς, καί κατά τά προλεχθέντα, δέν μνημονεύεται ὁ ἀπό­στολος Πέτρος παντελῶς.

[10]. Ἔργα Ἰουστίνου ἐκδ. Otto, Ἀπολ. κεφ. 26-56. Κατά τό ἔτος 1574 ἀνεκαλύφθη ἐν Ρώμῃ ἡ ἐπιγραφή αὕτη «Semoni Sancto deo Fidiu...», ἤτοι «τῷ Σί­μωνι Σάγκῳ θεῷ τῶν Σαβίνων». Ἡ ἐπιγραφή αὕτη καταδεικνύει, ὅτι ὁ ἀν­δριάς ἦν ἀφιερωμένος οὐχί τῷ Σίμωνι μάγῳ, ἀλλά τῷ Σίμωνι Σάγκῳ, θεῷ τῶν Σαβίνων. Οἱ δέ ἐν Ρώμῃ χριστιανοί διά τήν διπλῆν προφοράν τοῦ Simoni καί Sancto, διότι ἐπροφέρετο καί Simoni Sancto, ὑπεστή­ριζον τόν μῦθον καί τήν ἐπί τοῦ μύθου στηριζομένην πορείαν τοῦ Πέτρου εἰς Ρώμην, δεικνύοντες τόν ἀνδριάντα. Ἀλλ’ ἤδη πλέον τό στήριγμα κατέπεσε καί μετ' αὐτοῦ ὁ μῦθος καί ἡ παράδοσις.

[11]. Πρβλ. + Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. ἔργ., σελ. 326. « ... Καί Λατῖνοι θεολόγοι τῆς περιωπῆς τοῦ L. Duchense ἀμφι­βάλλουσι ἤ μᾶλλον δέν πιστεύουσι, ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐπεσκό­πευ­σεν ἐν Ρώμῃ»· καί αὐτόθι ὑπ. 1. «L. Duchense, Histoire ancienne de l' Eglise, Paris I, 58».

[12]. Tό σχετικόν ὡσαύτως χωρίον τοῦ Τερτυλλιανοῦ, ὅτι ὁ ἀπόστ. Πέτρος ἐχειροτόνησεν ἐπίσκοπον Ρώμης τόν Κλήμεντα, ἀποδεικνύεται προδήλως παρεφθαρμένον ἐκ μόνου τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Κλήμης ἐχειρο­τονή­θη ἐπίσκοπος περί τό 88 ἔτος, ἤτοι εἴκοσι τοὐλάχιστον ἔτη μετά τόν θά­να­τον τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. (Πρβλ. + Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπα­δο­πούλου, μν. ἔργ., σελ. 11). Ἀλλά καί ἐάν γίνῃ δεκτόν ὅτι ὁ Κλήμης ἐχειροτονήθη ὄντως ὑπό τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἐφόσον ὁ πρῶτος ἐπί­σκοπος τῆς Ρώμης Λίνος ἐχειροτονήθη ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἄρα εἶναι ὅλως πρόδηλον, ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξεν ὁ ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας ταύτης, χειροτονήσας καί τόν πρῶτον ἐπίσκοπον αὐτῆς. Διά τάς χειροτονίας δέ ταύτας καί εἰς τάς «Διαταγάς τῶν Ἀποστόλων» (Β.Ε.Π. τομ. Β', σελ. 136-137) ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «...Τῆς δέ Ρωμαίων Ἐκκλησίας Λίνος μέν ὁ Κλαυδίας πρῶτος ὑπό Παύλου, Κλή­μης δέ, μετά τόν Λίνου θάνατον, ὑπ’ ἐμοῦ Πέτρου δεύτερος κεχειροτόνηται».

Διαβάστε περισσότερα

Τό Οὐκρανικό ζήτημα. Ἡ ἀληθής Κανονική θεώρησις. Ἡ Διαπίστωσις. Ἡ Λύσις.

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

 

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 12 Σεπτεμβρίου 2019

 Τό Οὐκρανικό ζήτημα

Ἡ ἀληθής Κανονική θεώρησις. Ἡ Διαπίστωσις. Ἡ Λύσις.

 

Παρακολουθῶ καί διαβάζω μετά πολλῆς συνοχῆς ἄρθρα καί τοποθετήσεις Σεβασμιωτάτων Ἁγίων Ἀρχιερέων, Ἐλλογιμωτάτων καί Ἐντιμολογιωτάτων Καθηγητῶν καί Νομικῶν παραστατῶν, δημοσιολογούντων καί ἐνδιαφερομένων διά τό ἰδιαιτέρως πολύπλοκο καί ἐξόχως σοβαρό ζήτημα πού ἔχει ἀνακύψει μέ τήν χορήγησι Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τό πρόσφατον ἀνακοινωθέν τῆς ἀπελθούσης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 162ας Συνοδικῆς περιόδου, διά τοῦ ὁποίου ἐγνωστοποιήθησαν οἱ θετικές εἰσηγήσεις γιά τό ζήτημα, τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων καί Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων ὑποχρεώνουν στήν κατάθεση κάποιων ταπεινῶν σκέψεων, πού θεωρῶ ὅτι «διαλανθάνουν» τῆς προσοχῆς ἐπαϊόντων καί μή.

  1. Ἕνα μεῖζον πνευματικό θέμα πού διαχρονικά καθορίζει τά πρόσωπα καί τά πράγματα καί τήν ὁριοθέτηση τῶν ἀξιῶν τοῦ βίου εἶναι ἡ ἀδυναμία κατανοήσεως τῆς ἐννοίας καί τῆς πραγματικότητος τῆς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τήν ἀΐδιον ζωήν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπέρκειται χρόνων καί καιρῶν. Ὡς ἐνδοκοσμικά μεταπτωτικά ὄντα ἀδυνατοῦμε χωρίς κάθαρσι καί φωτισμό νά ἐννοήσωμε τό μέγεθος καί τήν ἀλήθεια τῆς αἰωνιότητος, διά τήν ὁποίαν καί ἔχομεν πλασθῆ διότι ἡ ψυχή μας εἶναι κτιστή μέν, ἀλλά ὡς πνοή Θεοῦ ἀθάνατος (Γεν. 2,7). Ἡ κατανόησις τῆς αἰωνιότητος ὡς τοῦ φυσικοῦ χώρου καί χρόνου τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς μεγαλειωδῶς διακελεύει ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος, «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14) ὁριοθετεῖ τίς ἀξίες τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καί καταδεικνύει τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ «τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μρκ. 8,36). Ὡς πεπερασμένα ὄντα πού γνωρίζομε τό ἡμερονύκτιο ὡς μονάδα τοῦ χρόνου καί τήν περιστροφή τοῦ πλανήτη μας γύρω ἀπό τό ἄστρο του, ὡς συμπλήρωσι ἑνός ἔτους, χωρίς τήν κάθαρσι ἀπό τά γεώδη πάθη πού δέν εἶναι ἀπροϋπόθετος ἀλλά ἔμπονος καί ἀπαιτεῖ κατά τό ἁγιοπατερικόν «δός αἷμα καί λάβε πνεῦμα» ἀγῶνες πνευματικούς καί ἀσφαλῶς τόν φωτισμόν τοῦ Ζωοποιοῦ Πνεύματος, ἡ κατανόησις καί ἐμβάθυνσις στό γεγονός τῆς παροδικῆς παρουσίας μας στόν γήϊνο κόσμο, τόν κόσμο τῶν χρωμάτων καί τῶν σχημάτων καί ἡ εὐθύνη ἀναγωγῆς μας ἀπό τήν κτίσι στόν Κτίσαντα, παρ’ ὅλη τήν ἐξιδιασμένη ἐπισήμανσι τῶν Κυριακῶν λόγων γιά τήν αἰφνίδια μετάκλησι στήν αἰωνιότητα πού ἐμπεριέχει καί κρίσιν «ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ» (Μρκ. 13,35) εἶναι πολύ δυσχερής καί ἀπαιτεῖ μεγάλο πνευματικό καί ἠθικό ἔργο. Διότι ἐάν κατανοήσωμε αὐτό πού κηρύσσσωμε καί πιστεύωμε καί πού καθημερινά ἀποδεικνύεται μέ τήν μετάκλησί μας στήν αἰωνιότητα, ἀλλάζει ἡ ὁριοθέτησις ὅλης τῆς ζωῆς μας καί προσαρμόζεται σέ αὐτήν τήν μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἐκτύπως διδάσκει ὁ Κύριος στόν ὁριακή του Ἀποκάλυψη «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι. Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἔσται αὐτοῦ. ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος. » (Ἀποκ. 22, 11-13).
  2. Ἡ κρίσις κάθε ἀνθρώπου συναρτᾶται οὐσιωδῶς μέ τά Κυριακά λόγια στήν Ἀρχιερατική Του προσευχή «ἀλλ᾿ ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτόν» (Ἰω. 12,48) πού ἀναδεικνύει τήν σημασία τῶν πράξεών μας διά τήν δικαίωση τῆς πίστεως τοῦ προσώπου μας καί τήν μεταφυσική αὐτῶν τῶν πράξεων οἱ ὁποῖες ἀσφαλῶς καί δέν μᾶς σώζουν, μόνο τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Κυρίου μᾶς σώζει, ἀλλά καταδεικνύουν τήν γνησιότητα, αὐθεντικότητα καί ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας κατά τήν ἐξαίρετη διακήρυξι τοῦ Ἀδελφοθέου Ἰακώβου «οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρὰ ἐστι» (Ἰακ. 2, 17). Εἶναι πολυσήμαντο τό γεγονός πού μᾶς διαφεύγει, ὅτι καί πάλι ὁ Κύριος ἀναφερόμενος ἰδιαιτέρως σέ ἐκείνους τούς ἀδελφούς καί μέλη τοῦ σώματός Του, στούς ὁποίους περιεποίησε τήν μεγίστη τιμή νά τούς ἀναθέση τήν διακονία τῶν λοιπῶν μελῶν τοῦ σώματός Του, διεκήρυξε κάτι τό συγκλονιστικό στήν ἐπί τοῦ ὄρους Ὁμιλία ὅπως καταγράφεται ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (7,21-23). Ὡς συμπέρασμα ἑπομένως προκύπτει ὅτι τά ἔργα καί οἱ πράξεις ἑκάστου ὁριοθετοῦν τήν θέσι του ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ του, αἰωνίως !!!
  3. Στήν συγκεχυμένη καί δυσδιάκριτη ἐποχή μας ὁμοῦ μετά τοῦ μέτρου καί τῆς διακρίσεως, ἔχομε ἀπωλέσει καί τήν ἀντιληπτική μας ἱκανότητα καί αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο σέ ἐμᾶς τούς ἁπλούς καί ἀπέριττους ἀνθρώπους, ἀλλά καί σέ ἐπαΐοντες ἐγκρατεῖς τῆς θύραθεν νομικῆς καί τῆς θεολογικῆς παιδείας καθώς ἐγκλωβιζόμεθα ὅλοι στόν γήϊνο χωροχρόνο καί συμπνιγόμεθα στήν ἐπιδερμικότητα τοῦ χοϊκοῦ βίου. Ἐκλαμβάνομε τόν Πανάγιον Θεόν ὡς «χρηστική» ἔννοια, τήν ὁποία μποροῦμε κατά τήν βούλησί μας καί τά ὁρμέμφυτά μας νά προσαρμόζωμε στόν νοσηρό ψυχισμό μας. Εἶναι ἡ ἀπόλυτη τραγικότης νά βλέπεις πρωτιστεύοντες Ἱεράρχες, βαθυνούστατους, κατά τά ἄλλα, Καθηγητάς νά καταθέτουν ἀνενδοιάστως καί χωρίς ἐπίγνωσι τῆς βαρύτητος τῶν πραγμάτων τή στρέβλωσι τῆς ἀντίληψης τους, ἀλλά δυστυχῶς καί τῆς ψυχῆς τους γιά τήν ἀληθῆ ἐπίγνωσι τοῦ Παναγίου Θεοῦ. Εἰδικώτερα οἱ λεγόμενοι «μεταπατερικοί» Θεολόγοι, οἱ ἀρεσκόμενοι σέ βερμπαλισμούς ματαιοδοξίας καί προδήλου φενάκης, διά τούς ὁποίους εὐστόχως ὁ ὅσιος καί θεοφόρος Παΐσιος κατέγνωσε ὅτι οὐδέποτε τούς καθόρισε ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου» (Ματθ. 12,30) καί δέν ἠγάπησαν τόν Θεόν, νά πειρῶνται νά ἐπαναλάβουν τήν «θεολογία» τοῦ Βαρλαάμ, τοῦ Γρηγορᾶ καί τοῦ Ἀκινδύνου σέ νέα «βελτιωμένη»ἔκδοσι. Ὅμως ὅπως κάθε Δημιουργός γνωρίζεται ἐκ τοῦ ἔργου του, ἔτσι καί ὁ Πανάγιος Θεός, ὁ ὁποῖος ἀπεκαλύφθη διά τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ καί Λόγου στόν κόσμο, γνωρίζεται διά τῆς δημιουργίας Του κατά τήν ὡραιοτάτη ἔκφραση τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ, «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18,1). Αὐτός Τόν Ὁποῖον ἐμεῖς οἱ ἀτελέστατοι καί χοϊκοί διακονοῦμε εἴτε διά τοῦ ἔργου, εἴτε διά τοῦ λόγου μας εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος «εἶπε καί ἐγεννήθησαν, αὐτός ἐνετείλατο, καί ἐκτίσθησαν» (Ψαλμ. 148' 5), τά πάντα!!!. Τώρα γιά νά προσεγγίσωμε κατ’ ἐλάχιστον τήν παντοδυναμία τοῦ Παναγίου Θεοῦ, τήν πανσοφία καί τήν ἀπερινόητη ἀγάπη Του, ἀτενίζομε τόν ὑλικό κόσμο μέ τήν ὑπερμαθηματική ἀκρίβεια καί τούς παγκρατεῖς φυσικούς νόμους, ὅπως ἀναφέρω ἐξειδικευμένα, στό ταπεινό μου πόνημα «Κόσμος, ἐξέλιξις ἤ δημιουργία, τυχαιότης ἤ ἀπερινόητος σκοπιμότης, φυσική ἐπιλογή ἤ πάνσοφος θεία πρόνοια;» (Πειραιεύς 2012) (http://imp.gr/pdf/Kosmos ExelixisHDhmiourgia.pdf). Ὅταν δέ λάβομεν ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ κοσμική μονάδα μετρήσεως εἶναι τό 1 ἔτος φωτός πού ἰσοῦται μέ 9,5 τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα πού διανύει τό φῶς τρέχοντας μέ 300.000 χιλιόμετρα τό δευτερόλεπτο καί ὅτι τό πεπερασμένο ὑλικό σύμπαν κατά τάς μετρήσεις τῶν ἐπαϊόντων ἐπιστημόνων τῆς ἀστρονομίας, ἔχει διάμετρο 16-20 δισεκατομμύρια ἔτη φωτός, αὐτό σημαίνει ὅτι θά προσεγγίσωμε τά μεγέθη ἐάν πολλαπλασιάσωμε τήν διάμετρο τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος μέ 9,5 τρισεκατομμύρια χλμ πού διανύει τό φῶς σέ ἕνα ἔτος καί τότε ἐξερχόμεθα τοῦ νοός μας καί ἀσφαλῶς συγκλονιζόμεθα ὀντολογικά, ἄν ἐπιπροσθέτως ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι κατά τήν θεωρία τῆς ἀστρονομικῆς ἐπιστήμης μπορεῖ νά ὑπάρχει καί πέραν τοῦ γνωστοῦ σύμπαντος ὕλης καί σύμπαν ἀντιΰλης καί ἐκτός αὐτῶν ὁ πνευματικός κόσμος, τόν ὁποῖον Αὐτός ὁ Ἀκατάληπτος καί Ἀπερινόητος δημιούργησε. Αὐτή ἡ Ὑπεροχική Πανυπερτέλειος καί Πανάχραντος Τρισυπόστατος Θεότης, ἡ ὁποία ἀπεκαλύφθη στήν ἀνθρωπότητα διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος κατά τήν μεγαλειώδη ἔκφραση τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου εἶναι «ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ (τοῦ Πατρός)» (Ἑβρ.1,3). Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος τῆς Δόξης. Ἡ προσέγγισις τοῦ παναχράντου Τρισυποστάτου Δημιουργοῦ τῆς ζωῆς δέν μπορεῖ νά γίνεται μέσο ἀνέλιξης ἤ τρόπος πορισμοῦ, δέν εἶναι ἀπροϋπόθετος καί δέν εἶναι ἐνδοκοσμική μεθοδεία. Πλανώμεθα πλάνην οἰκτράν, οἱ δύστηνοι, ἐάν νομίζομεν «εὔχρηστον» τόν Πανάγιον Θεόν καί προσαρμοζόμενον στίς διαθέσεις μας καί στήν ἀντιληπτική μας κατανόησι. Τήν τραγική μας ἀποτυχία θά κατανοήσωμε ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ὅταν θά ἐπισυμβῆ ὁ τελευταῖος κτύπος τῆς καρδίας μας. Πάντοτε βεβαίως ὀφείλομεν «μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ» (Α´ ᾿Ιω. 3,18) καί συγχρόνως νά «ἀληθεύομεν ἐν ἀγάπῃ» (᾿Εφ. 4,15), ὡστόσο δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀγάπη καί ἡ Δικαιοσύνη δέν εἶναι ἐνδοκοσμικές ἔννοιες, ἀλλά Ἐνυπόστατη Πραγματικότητα, ὁ Πανάγιος Τρισυπόστατος Θεός, πού δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι «ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον» (Ἑβρ. 12,29).
  4. Ἡ ἀπόλυτος ἐνώπιον Θεοῦ εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν Πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διατήρησις καί ἡ μή διασάλευσις ἐπ’ οὐδενί τῆς κανονικῆς, ἐκκλησιολογικῆς καί λειτουργικῆς ἑνότητός Της, ἀξίας ὑπερτάτης κατά τήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου δεηθέντος «πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. 17,11). Αὐτή ὅμως ἡ ἑνότης ὁρίζεται ἀπό τό σαφῆ προσδιορισμό τοῦ Κυρίου, «καθώς ἡμεῖς» πού σημαίνει ὅτι πρότυπο αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Ὅπως ἡνωμένα καί ὁμοούσια εἶναι τά τρία πρόσωπα τοῦ Παναγίου Θεοῦ ἐν ἀπολύτῳ, ἀληθείᾳ, δικαιοσύνῃ καί ἀφάτῳ ἀγάπῃ ὀφείλομεν νά διατηροῦμε τήν ἑνότητα τῆς πίστεως «ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ. 4,3). Ἑπομένως ἑνότης πού δέν ἔχει ὡς πρότυπον τό «καθώς ἡμεῖς» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί στηρίζεται στό ψεῦδος, στή βία καί στήν παραβίασι τῶν ἐντολῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως σήμερα ἐπιχειρεῖ ὁ συγκρητιστικός οἰκουμενισμός εἶναι βιασμός τῆς ἀληθείας καί τῆς οἰκείωσις τοῦ κόσμου τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ Πατερική ρήσις τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πώς ἀκόμη καί τό μαρτύριο, ἡ ὑψίστη ἀπόδειξις τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἀγάπης στόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀποπλύνει τό κακούργημα τοῦ σχίσματος καί τῆς αἱρέσεως «τό σχίσμα οὐδέ αἷμα μαρτυρίου ἀποπλύνει». Ἡ ἑνότης τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος πού ἀποτελεῖ κατά τόν μεγαλειώδη ὁρισμό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ Κεφαλή Ἐκεῖνον (Ἐφ. 1,22-23) εἶναι ἀδιαπραγμάτευτος ἀξία καί δι’αὐτό ἡ αἵρεσις τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ καί ἡ δι’ αὐτῆς διασάλευσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, ἀποτελεῖ κανονικό ἔγκλημα. Ἑπομένως, ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική κίνησις, παρ’ οἱουδήτινος, πού προσβάλλει τήν ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ  ἔκπτωσι, διά τήν ὁποίαν θά ἀποδοθεῖ λόγος ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος καί Κυρίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαιτέρως στήν προκειμένη περίπτωσι εἶναι ἐντελῶς ἀνεδαφικό νά ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι ἐπιτυγχάνεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν «ἀποκατάστασι» καί εἴσοδο σέ Αὐτήν, ἀμεταμελήτων καθηρημένων, ἀναθεματισμένων καί ἀχειροτονήτων, παρασυναγώ-γων καί σχισματικῶν προσώπων, μέ φερόμενες «ἐνοριακές συναθροίσεις» καί τήν ἰδία στιγμή αὐτό τό γεγονός, νά ὁδηγεῖ σέ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ 12.500 κανονικές ἐκκλησιαστικές ὀντότητες-Ἐνορίες καί 100 κανονικούς Μητροπολίτες στήν Οὐκρανία, καί μέ ἕνα  Πατριαρχεῖο 270 Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων καί ἄνω τῶν 250.000.000 πιστῶν, σήμερα μάλιστα πού ὁ μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο) ἀναδιοργάνωσε τό ψευδοπατριαρχεῖο Κιέβου, μέ χαρακτηριστική  πρόσφατη ἀπόφαση Οὐκρανικοῦ Δικαστηρίου πού ἀπαγόρευσε τήν διάλυσή του, ἐναχθείς ἀπό τά «ἔκγονά» του!!! (https://www.romfea.gr/ekklisies-ts/ekkli sia-tis-oukranias/31349-to-dikastirio-apagoreuse-stin-au tokefali-ekklisia-tis-oukranias-na-dialusei-to-legomeno-patriarxeio-kiebou).
  5. Συνυπογράφω τό ἀπό 1/9/2019 ἀποσταλέν κείμενο τοῦ πάντοτε μετά μεγίστης ὀξυνοίας, ἐπιγνώσεως τῶν γεγονότων, διακρίσεως βαθυνουστάτης, γράφοντος Πανοσιολ. Ἱερομονάχου Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου (Ἱ. Κελλίον Φιλαδέλφου) ὅσον ἀφορᾶ στήν γεωπολιτική διάστασι τοῦ θέματος, προσθέτων ὅμως, ὅτι οἱ Εὐρωατλαντισταί ἐπιχειροῦντες νά συμπνίξουν τήν Ρωσσική Ὁμοσπονδία, ἔχουν καταρτίσει σχέδιο ἀποκοπῆς της ἀπό τίς θερμές λεγόμενες θάλασσες, μέ προτεκτοράτα μετά τίς χῶρες τῆς Βαλτικῆς, τίς Μολδαυΐα, Οὐκρανία, Γεωργία καί τό Ἀζερμπαϊτζάν, γεγονός πού «ἀνάγκασε» τήν Ρωσσική Ὁμοσπονδία νά καταλάβει στρατιωτικῶς καί νά «προσαρτίσει» τήν Κριμαία γιά νά ἔχει ἔξοδο διά τῆς Ἀζοφικῆς θαλάσσης, στήν Μεσόγειο καί στά συμφέροντά της στήν Μέση Ἀνατολή. Εἶναι πρόδηλο τό γεγονός ὅτι τό τεράστιο Κράτος τῆς Ρωσσίας, δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ στό λιμάνι τοῦ Ἀρχαγγέλου στόν Ἀρκτικό κύκλο καί τοῦ Βλαδιβοστόκ ἀπέναντι ἀπό τίς Ἰαπωνικές νήσους στόν Εἰρηνικό ὠκεανό. Ἑπομένως στό Οὐκρανικό ζήτημα ἐργαλειοποιήθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τίς κατά καιρούς δηλώσεις κυβερνητικῶν στελεχῶν τῶν ΗΠΑ μέ πρωτιστεύουσα τήν σχετική συγχαρητήρια δήλωσι τοῦ ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν κ. Μάϊκ Πομπέο γιά τήν χορήγησι Αὐτοκεφαλίας στήν λεγομένη «Οὐκρανική Αὐτοκέ-φαλη Ἐκκλησία» (http://www.skai.gr/news/world/article /394142/apoluti-stirixi-ton-ipa-sto-autokefalo-tis-oukran ikis-ekklisias/), γεγονός πού δέν ἔχει προηγούμενο, γιά μία αὐστηρῶς ἐκκλησιαστική ἐνέργεια νά συγχαίρει ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ. Βεβαίως ὁ Ἑλληνικός λαός τελεῖ σέ παραπικρασμό ἀπό τήν ἄκριτη Ρωσσική ἐξωτερική πολιτική, ἐνισχύσεως τοῦ διαχρονικοῦ ἐχθροῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῶν Ὀρθοδόξων Βαλκανικῶν λαῶν, τοῦ Τουρκικοῦ Ἰσλαμικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, τόν ὁποῖον ὄχι μόνο ἐξοπλίζει μέ ὑπερσύγχρονα ὁπλικά συστήματα, ἀλλά καί τόν ἀναβαθμίζει σέ πυρηνική δύναμι μέ τήν κατασκευή τριῶν πυρηνικῶν ἐργοστασίων. Δέν λησμονοῦμε τήν διαχρονική συμπεριφορά τῶν ὀρθοδόξων Ρώσων «ἀδελφῶν» μας ἀπό τά Ὀρλωφικά (1770) στήν Μεγάλη Βουλγαρία τῆς Συνθήκης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (1877-1878), ἀπό τήν Ἱερά Συμμαχία (1815) στήν Παλαιστίνιο Ἑταιρεία (1882) διαρπαγῆς τῶν προσκυνημάτων τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπό τό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο, ἀπό τόν ἐξοπλισμό τοῦ Λένιν στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ καί τούς Τσέτες γιά τίς γενοκτονίες τοῦ Ποντιακοῦ καί Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ ἕως τήν σημερινή ἐχθρική συμπεριφορά τῆς Ρωσσικῆς Ὁμοσπονδίας μέ τόν ἐξοπλισμό τῆς Τουρκίας καί τήν πυρινική της ἀναβάθμισι. Δέν θά μποροῦσε ὁ Πρόεδρος Πούτιν καί ἡ μεγάλη Ρωσσική Ὁμοσπονδία νά συστήσει ἕνα κραταιό Ὀρθόδοξο τόξο, ἀντίπαλο δέος τῶν Εὐρωατλαντιστῶν καί τῶν ὄπισθεν κεκρυμένων Σιωνιστῶν καί μέ ἕνα τηλεφώνημα νά προστατεύσει τόν πρῶτο Θρόνο κατά τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπό τήν Τουρκική θηριωδία, νά ἀνοίξει τήν Χάλκη, νά λειτουργήσει τήν Ἁγία Σοφία, τό παλλάδιον τῶν Ὀρθοδόξων, νά ἀναγνωρίσει ἡ Τουρκία τήν διεθνῆ Νομική Προσωπικότητα τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου; Νά ἀποδοθοῦν σέ Αὐτό οἱ περίπυστοι Ἱ. Ναοί τῆς μαρτυρικῆς Ρωμηοσύνης, πού ἔχουν μετραπεῖ σέ τεμένη; Ὅλα αὐτά δέν μποροῦμε νά τά λησμονήσωμε, οὔτε τήν ὑφέρπουσα φενάκη τῆς «τρίτης» Ρώμης ἤ τῆς θεωρίας τῶν λευκῶν καλιμαυχίων, ἀλλά καί δέν δυνάμεθα ἐκκλησιολογικά νά συμβάλωμε μέ λόγους ἤ ἔργα στήν διασάλευσι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
  6. Παρακολουθῶ ὅπως στήν ἀρχή κατέθεσα κείμενα καί δημόσιες τοποθετήσεις Σεβασμιωτάτων Μητροπολι-τῶν, Ἐλλλογιμωτάτων καί Ἐντιμολογιωτάτων Καθη-γητῶν καί ἄλλων δημοσιολογούντων οἱ ὁποῖοι ἀναφέ-ρονται σέ περιπτωσιολογίες ἀντικανονικῶν ἐκκλη-σιαστικῶν ἐνεργειῶν κατά τό Ρούμ Μιλλιέτ, καθώς καί στούς γνωστούς ἱ. κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς ἤ προβάλλουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Ταμιοῦχος τῆς Χάριτος δέν ὑπόκειται σέ περιορι-σμούς, ἤ ὅτι ὑφίσταται κανονικῶς ἡ δυνατότητα ρυθμίσεως τοῦ θέματος μέ τήν χρῆσι οἰκονομίας καί ὄχι τῆς ἀκριβείας, ἤ ὅτι μέ τήν  ἀνάκλισι τῆς Πράξεως τοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ τοῦ 1686 σήμερα 300 χρόνια μετά ταῦτα, ἄλλαξε πλέον τό κανονικό καθεστώς τῆς Οὐκρανίας ἤ ἀποπειρῶνται νά ἀντλήσουν ἐπιχειρήματα ἀπό τήν Ὀθωμανική αἰχμαλωσία τοῦ Γένους καί τῆς Ἐκκλησίας ἤ ὅτι μόνη προϋπόθεσι τῆς Αὐτοκεφαλίας εἶναι ἡ μετάνοια γιά τήν ἀποκατάστασι τῶν σχισματικῶν καί παρασυναγώ-γων, ἤ προβάλλουν τό πρόδηλο δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου χορηγήσεως τοῦ καθεστῶτος τῆς Αὐτοκεφαλίας ἤ ἰσχυρίζονται, ὅτι δῆθεν δέν ἔχομεν τό κανονικόν δικαίωμα νά κρίνωμε τήν ἀπόφασιν τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά μόνον νά τήν ἐφαρμόσωμεν, παρ’ὅτι διά τῆς ἐφαρμογῆς θά γίνωμε συναυτουργοί εἰς μία ἄκυρο πρᾶξι, ὡς κατωτέρω θά ἀποδείξω, πού διασαλεύει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, παραθεωροῦντες ὅλοι τίς βασικές προϋπόθεσεις αὐτοῦ τοῦ ζητήματος πού εἶναι ὁ σεβασμός τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν, ἑνός ἐκ τῶν τεσσάρων συνεκτικῶν στοιχείων (α. Κοινό ποτήριο, β. Δίπτυχα, γ. Εἰρηνικά γράμματα, δ. Ταυτότης ποινῶν) τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί ἡ κανονική δωσιδικία, ἐπί τῆς συγκεκριμένης ὑποθέσεως. Ἠθελημένως ἤ ἀθελήτως παραθεωροῦν τίς βασικοτάτες αὐτές προϋποθέσεις τοῦ φαινομενικῶς περιπεπλεγμένου αὐτοῦ προβλήματος γιά τό ὁποῖο ἡ Ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία ἔχει δώσει λύσι διά τῆς Ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τό 691μΧ, ἐπί Ἰουστινιανοῦ Β΄ τοῦ Ρινοτμήτου, συνελθούσης ἐν Τρούλῳ, ἡ ὁποία διά τοῦ Β΄ Αὐτῆς Κανόνος ἐπεκύρωσε ὁρισμένως τούς ἐν Καρθαγένῃ Ἱ. Κανόνας οἱ ὁποῖοι ἐπιλύουν τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δωσιδικίας ἀπό τοῦ ἔτους 424. Εἰς τό σημεῖο αὐτό, πρέπει νά εἰπωθεῖ, ὅτι στήν ἁγία μας Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά ἐθιμικό δίκαιο, διότι τό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρέει ἀπό τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἔνσαρκος Ἀλήθεια κατά τήν ἰδική Του κοσμική διακήρυξι «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6) καί ἀπό τήν ἐπίπνοια τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος πού τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐπεδήμησε στήν Ἐκκλησία καί παραμένει σέ Αὐτήν κατά τήν ἀψευδῆ βεβαίωσι τοῦ Κυρίου «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Ἑπομένως τό Δίκαιο στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἀνθρωπίνη νομοκατασκευή καί ἀντίληψι ἀλλά  πηγάζει ἀπό τόν ἀποκεκαλυμμένο Εὐαγγελικό Νόμο, τούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Τοπικῶν πού Ἐκεῖνες ἐκύρωσαν καί τούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων. Εἰρήσθω δέ ἐν προκειμένῳ ὅτι καί ἐάν ἀκόμη δεχθῶμεν ὅτι ὑφίστατο στήν Οὐκρανία συντρέχουσα κανονική ἁρμοδιότης καί δωσιδικία τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας διότι «ἐπιτροπικῶς» εἶχε παραχωρηθεῖ στήν Ρωσσική Ἐκκλησία ἡ Οὐκρανία τό 1686, ἡ συντρέχουσα αὐτή ἁρμοδιότης καί δωσιδικία ἔπαυσε ὅταν ἐκινήθη πρώτη ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία καί ἐπεραιώθη ἡ κανονική διαδικασία, γεγονός πού ἀνεγνώρισε καί ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικό Του Γράμμα πρός τόν μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον, πού παραθέτω κατωτέρω.
  7. Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱερούς Κανόνας Γ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης , πού ἀπέβη δυστυχῶς ὁ παναιρετικός Παπισμός, ὁ ὀλετήρας τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ (Θρησευτικοί πόλεμοι, ἱερά Ἐξέτασις, Μεταρρύθμισις, ἀθεϊσμός, μηδενισμός) τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας, τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας, ὡς primus inter pares, συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἐξ αὐτοῦ τοῦ συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς, χορηγεῖ δέ Αὐτοκεφαλία καί Αὐτονομία σέ Ἐκκλησιαστικές Δομές, ὑπό τόν ὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν σχετικῶν ἀποφάσεων, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο. Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε μέ κύρια εὐθύνη τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ συναπόφασι τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας χορηγήσεως τῆς Αὐτοκεφαλίας καί τοῦ Αὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἠδύνατο νά χορηγήσει Αὐτοκεφαλία σέ Ἐκκλησιαστική Δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας παρ’ὅτι αὐτή ἡ ἀνεξάρτητη κρατική πλέον ὀντότης εἶχε τό κανονικό δικαίωμα ἡ κανονική της Ἐκκλησία νά ἐκζητήσει τήν χορήγησι καθεστῶτος Αὐτοκεφα-λίας κατά τάς διατάξεις τοῦ ΙΖ΄ ἱ. Κανόνος τῆς Ἁγίας Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαγορευούσης «Εἰ δὲ καί τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω», ἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέ ἀπόφασι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ἀπό τό 1686 διοικεῖται ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί σήμερα ἔχει καθεστώς αὐτονομίας χορηγηθέν ἀντικανονικῶς ἀπό τήν Ρωσσική Ἐκκλησία, δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει τήν ἀνακήρυξί της σέ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί δέν χωρεῖ οὐδεμία σύγκρισι τοῦ χορηγηθέντος Αὐτοκεφάλου στούς σχισματικούς καί παρασυναγώγους τῆς Οὐκρανίας, μέ τήν κανονική χορήγησι ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ καθεστῶτος τῆς Αὐτοκεφαλίας στίς Κανονικές Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος, τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Πολωνίας, τῆς Ἀλβανίας καί τῆς Τσεχίας-Σλοβακίας. Τήν Αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπεδίωκαν ὁ δυτικόφιλος τέως Πρόεδρος τῆς Χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό Κοινοβούλιο καί οἱ δύο σχισματικές Δομές, ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο, μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέ ἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου, μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές μέ τόν ψευδεπίσκοπο Βασίλειο Λιπκίβσκυ πού χειροτονήθηκε ἀπό «ἱερεῖς καί λαϊκούς»!!! καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς Χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε δῆθεν «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980 ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί διοικεῖτο ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς, καθηρημένο πρώην Ἱερέα τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας «χειροτονημένο» ψευδεπίσκοπο ἀπό τόν καθηρημένο Διάκονό της Βίκτωρα Τσεκάλιν, τραγικό πρόσωπο μέ πλούσιο «ἱστορικό», ὡς «Ὀρθόδοξος» ψευδεπίσκοπος, Οὐνίτης, Εὐαγγελικός, Πάστορας, κατεγνωσμένος δικαστικῶς παιδεραστής, συνταξιοδοτηθείς ὡς φρενοβλαβής. Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο «ἀπεκατέστησε» στήν κανονική τάξι τίς δύο αὐτές σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» Δομές μέ τούς ἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάστασι οὐδεμία ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε καί ἀναγνωρίζει ἄχρι τοῦ νῦν. Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο), κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη, ὅπως προελέχθη, ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέρας ἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας (πορνεία), ὁ δέ ἕτερος Μακάριος Μάλετιτς οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται, ὡς καταδείξαμε. Ἐν συνεχείᾳ συνεκροτήθη μία λεγομένη «Ἑνωτική Σύνοδος», πού ἐξέλεξε ὡς «Προκαθήμενο» τόν «Μητροπολίτη» Ἐπιφάνιο, «χειροτονία» τοῦ ἀναθεματισμένου μοναχοῦ Φιλαρέτου καί ἀκολούθως χορηγήθηκε στήν προελθούσα, ἐξ ὅλων αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν νέα Δομή τό καθεστώς τῆς Αὐτοκεφαλίας. Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν οἱ ἀποφάσεις τελείας Συνόδου προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητες ἤ δύνανται νά ἐκκληθοῦν ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς Συνόδου. Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν Οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Αὐτῆς Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ στήν ὁποία μετεῖχαν οἱ Δυτικοί Ἐπίσκοποι καί προήδρευσε ὁ Ὅσιος Κορδούης, συγκροτηθείσης ἐν ταὐτῷ καί Συνόδου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐπισκόπων στήν σημερινή Φιλιππούπολη. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάστασι τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό, πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου. Οἱ ἀφρικανοί Ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαρά-λακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου νομοθέτησε: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό ἀπολύτως σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπεκυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἑπομένως ἡ Ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑποκειμένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι ἀνάθεσις ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν. Σχετικά ὁ Ζωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πάσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱ κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των. Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦ ΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ Ἱ. Κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό στήν ἴδια κανονική πρόβλεψι γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καί ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχος δέ τῆς Διοικήσεως σήμερον εἶναι ὁ Πρόεδρος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι». Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεία Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκασι κανονικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962). Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον, ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυσι λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κων/νουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο. Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)· β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς. Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει. Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος. Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα». Ἄς σημειωθεῖ ἐνταῦθα ὅτι Καθηγητής καί πρωτιστεύων Ἱεράρχης σέ πολυσέλιδο κείμενό του γιά τό Οὐκρανικό ζήτημα προβάλλει τούς Κανόνες τῆς Σαρδικῆς ἀλλά «λησμονεῖ» τούς νεωτέρους Κανόνες τῆς Καρθαγένης καί τήν ἐπικύρωσί τους ὁρισμένως ἀπό τόν Β΄ Κανόνα τῆς ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφερόμενος δέ στό Ἱ. Πηδάλιον καί μή δυνάμενος νά ἀντικρούσει τόν Θεοφώτιστο Ἅγιο Νικόδημο πειρᾶται νά ἀπομειώσει τό κύρος τοῦ Ἱ. Πηδαλίου ἀποσιωπῶν τόν Ἱερώτατον καί Θεοφόρον συγγραφέα του, ἀποδίδων αὐτό σέ ἀνωνύμους δῆθεν συγγραφεῖς του. Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου (Ντενισένκο) μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, πρός τόν Ὁποῖον χρεωστῶ εὐγνωμοσύνην καί σεβασμόν διότι κατ’ ἄνθρωπον τοῦ ὀφείλω τήν εἰς Ἐπίσκοπον προαγωγήν καί χειροτονίαν μου, ὡς βοηθός Ἐπίσκοπος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότη-τος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν» ἀναγνωρίζων, ὡς Κανονολόγος, τήν ἀρχήν τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν, γεγονός πού ἐπανέλαβε καί μετά στό γράμμα του γιά τόν ἀναθεματισμό τοῦ ἰδίου, Φιλαρέτου (Ντενισένκο), (1997) πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας: «Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως, ἀνακοινώσαμεν ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ’  ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ προετρεψάμεθα αὐτὴν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν ἔχῃ τουντεῦθεν μετὰ τῶν εἰρημένων».
  8. Οἱ Ἱ. Κανόνες Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθιέρωσαν, ὅπως προείπαμε, τόν ἴδιο βαθμό δωσιδικίας γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως (σημερινό Πρόεδρο τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου) καί γιά τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη-Ἀρχιεπίσκοπο Κων/νουπόλεως καί μέ αὐτή τήν κανονική ρύθμισι δέν ἀνίδρυσαν μείζονα δικαιοδοσία δι’ οὐδένα Πατριαρχικό Θρόνο. Συνεπῶς ὁ καταδικασθείς ὑπό τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου δέν ἔχει τό δικαίωμα προσφυγῆς σέ ἄλλη Πατριαρχική Σύνοδο παρά μόνον στήν Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀκριβῶς αὐτήν τήν ἀρχή ἐναργέστερα νομοθέτησε ἡ Ἁγία ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τήν διά τοῦ Β΄ Ἱ. Κανόνος Της ὀνομαστικῶς ἐπικύρωσι τῶν κανόνων τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, ἡ ὁποία ὅπως ἀναφέρεται ἀπέρριψε τήν ἀπαίτησι γενικῆς δωσιδικίας τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης καί συνεπῶς κάθε ἑτέρου Πατριάρχου ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε ὁ νεώτερος Ἱ. Κανόνας, ὁ Β΄ τῆς Ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρισμένως ἐκύρωσε τούς Ἱ. Κανόνες τῆς Καρθαγένης καί ὡς νεωτέρα κανονική διάταξις τροποποιεῖ κάθε παλαιοτέρα καί κατισχύει αὐτῆς, ὅπως σέ κάθε δικαιϊκό σύστημα ἰσχύει καί ὡς καταδεικνύεται ἀπό τήν ἐπί τοῦ ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως·» (Ματθ. 5,33-34) Τό προκύπτον συμπέρασμα ἐκ τῆς κανονικῆς αὐτῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ρυθμίσεως διά τήν περίπτωσι τῆς Οὐκρανίας, εἶναι ὅτι ἐσφαλμένως καί ἄνευ κανονικῆς ἁρμοδιότητος καί δωσιδικίας ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξεδίκασε ἐκκλήτους καί ἔκρινε ἐπί τελεσιδίκων κανονικῶν ὑποθέσεων πρώην κληρικῶν ἄλλης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, τροποποιοῦσα καί ἀκυρώνουσα ἀποφάσεις τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου χωρίς σχετική κανονική ἁρμοδιότητα. Ἑπομένως οἱ ἀποφάσεις κανονικῆς ἀποκαταστά-σεως τῶν καθηρημένων, ἀναθεματισμένων καί ἀχειροτονήτων τῶν δύο σχισματικῶν Δομῶν τῆς Οὐκρανίας, πού προηγήθηκαν τῆς χορηγήσεως τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας εἶναι ἄκυρες καί συνεπῶς ἡ Ἀπόφασις χορηγήσεως καθεστῶτος Αὐτοκεφαλίας σέ ἀνύπαρκτον Κανονικῶς Ἐκκλησία ἀπαρτιζομένη ἀπό Κανονικούς παραβάτες, ἀποβαίνει καί αὐτή ἄκυρος. Αὐτά ἀσφαλῶς πρέπει νά καταγνωσθοῦν πλέον ὑπό πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία δι’ἐνεργειῶν τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρολομαῖον πρέπει τάχιστα νά συνέλθει γιά νά ἀντιμετωπιστεῖ αὐτό τό φαινομενικῶς δυσεπίλυτο ζήτημα, τό ὁποῖο δυστυχῶς οὐδείς θέτει στήν πραγματική κανονική του βάσι καί κυρίως νά ἀντιμετωπισθεῖ ὁ μέγιστος κίνδυνος διασπάσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν μέ ἀπροβλέπτους συνεπείας διά τήν εὐστάθεια τῆς Ἁγιωτάτης, Ὀρθοδόξου, Καθολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Διερωτῶμαι, ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων ἀγνοεῖ τά ἀνωτέρω; Ἡ δέ Συνοδική Ἐπιτροπή Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων ἔχει μελετήσει τίς συνέπειες ἀναγνωρίσεως τῆς ἀκύρου αὐτῆς Αὐτοκεφαλίας, ὅπως εἰσηγήθηκε στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, προδήλου κανονικοῦ σφάλματος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τήν βεβαία ἀντίδρασι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν τυχόν ἀναγνώρισι στήν Ἑλλάδα ἑτέρας θρησκευτικῆς «Δομῆς» πού ἤδη τελεῖ σέ κοινωνία μέ τήν ὑπερόρια στήν Ἀμερική Ρωσσική Ἐκκλησία τῆς πρώην Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς (ROCOR); Ἀντιλαμβανόμεθα εἰλικρινῶς τόν κυκεῶνα πού ἔρχεται; Εἴμεθα ἔτοιμοι νά ἀναλάβωμε τίς εὐθύνες μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰωνιότητός μας καί τῆς Ἱστορίας;  

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ 

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

Διαβάστε περισσότερα

Στον ιστοτόπο αυτό...

 ... μπορείτε να ενημερώνεστε για θέματα τύπου σχετικά με την Ποιμαντική, Ιεραποστολική, Φιλανθρωπική, Νεανική και λοιπή δραστηριότητα της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.

Ο Διευθυντής  Ιδιαιτέρου Γραφείου Σεβασμιωτάτου, Γραφείου Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων

Δημήτριος Αλφιέρης  

Επικοινωνία

 Διεύθυνση

  • Ακτή Θεμιστοκλέους 190

  • ΤΚ 185-39

  • Πειραιάς

Τηλεφωνικό κέντρο

  • 2104514833

Email Επικοινωνίας

  • Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.