wrapper

Ανακοινωθέντα Σεβασμιωτάτου

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς: Οφειλόμενη απάντηση στο ιστολόγιο "Κατάνυξη".

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

 

ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΚΑΤΑΝΥΞΗ»

 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 13 Δεκεμβρίου 2019

 

Μετά πολλῆς θλίψεως κατόπιν δημοσιοποιήσεως ἀπό τό ἱστολόγιο ΚΑΤΑΝΥΞΗ «Ἱεροσυνοδικῆς Ἀποφάσεως» ληφθείσης ἀσφαλῶς ὑπό τοῦ Αἰδεσιμ. Πρωτοπρεσβυτέρου π. Νικολάου Μανώλη «ἐπιβολῆς τῆς κανονικῆς ποινῆς διακοπῆς κοινωνίας» τοῦ ἱστολογίου μέ τήν Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς καί τόν Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ἐπειδή συνιερούργησε κατά τήν πανήγυρι τοῦ Πολιούχου Πειραιῶς Ἁγ. Σπυρίδωνος τοῦ Θαυματουργοῦ μετά τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Λαγκαδᾶ κ.κ. ΙΩΑΝΝΟΥ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά ἀναφέρωμε τά κάτωθι, δηλοῦντες ὅτι δέν πρόκειται νά ἐπανέλθωμεν ἐπί τοῦ θέματος.

Α. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἔχει εὐθαρσῶς ἀπό τοῦ ἔτους 2018 δημοσίᾳ καταθέσει τήν θέσιν του τήν ὁποίαν καί ἐπανέλαβε καί ἐγγράφως εἰς τήν Σεπτήν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 12/10/2019 καί βεβαίως στήν κοινή αἴτηση τήν ὁποίαν ἀπό κοινοῦ συνέταξε μετά τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κυθήρων κ.κ. Σεραφείμ καί προσυπέγραψε μετά τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Δρυϊνουπόλεως κ.κ. Ἀνδρέου καί Αἰτωλοακαρνανίας κ.κ. Κοσμᾶ πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον καί τούς Μακαριωτάτους Προκαθημένους τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διά τήν ἀδήριτον ἀνάγκην συγκλίσεως Πανορθοδόξου (Οἰκουμενικῆς) Συνόδου μέ τήν συμμετοχή ὅλων τῶν κανονικῶς διαποιμαινόντων Ἐκκλησιαστικάς Ἐπαρχίας διά τήν ὑπέρβασιν τῆς σοβούσης κρίσεως, διασπάσεως τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητος τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἕνεκεν τοῦ Οὐκρανικοῦ θέματος. Εἰρήσθω ὅτι ἡ συγκεκριμένη αἴτησις ὑπεβλήθη κανονικῶς καί ἁρμοδίως ὑπό τῶν τεσσάρων Σεβ. Μητροπολιτῶν ὡς μελῶν τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου καί κατ’ ἀνάλογον ἐφαρμογήν τῶν διατάξεων τῆς παραγρ. 4 τοῦ ἄρθρου 57 τοῦ Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

Εἰς ὅλας αὐτάς τάς τοποθετήσεις του ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἐδήλωσε καί δηλώνει ὅτι συνεχίζει νά ἀναγνωρίζει ὡς τόν μόνον κανονικόν Μητροπολίτην Κιέβου τόν Σεβ. κ. Ὀνούφριον καί τήν περί Αὐτόν Ἱεράν Σύνοδον, ὡς καί ὅτι ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐσφαλμένως ἡρμήνευσε τούς Θ΄ καί ΙΖ΄ ἱερούς Κανόνας τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, παρέβλεψε τούς ΛΣΤ΄ καί ΡΛΔ΄ Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ Ἱερᾶς Συνόδου τούς ὀνομαστικῶς ἐπικυρωθέντας ὑπό τοῦ Β΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί παρεβίασε τήν ἀρχή τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν καί χωρίς σχετική ἁρμοδιότητα ἐξεδίκασε ἐκκλήτους τῶν τελεσιδίκως καθηρημένων κληρικῶν τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, μοναχοῦ Φιλαρέτου (Ντενισένκο) καί τέως πρεσβυτέρου Νικολάου-Μακαρίου (Μάλετιτς) τούς ὁποίους καί ἀπεκατέστησε ex tunc καί ἀνεγνώρισε τάς ὑπ’αὐτῶν γενομένας ἀνυποστάτους κανονικῶς χειροτονίας. Ὡς ἀποτέλεσμα ὅλου αὐτοῦ τοῦ κανονικοῦ ἀτοπήματος ἦτο ἡ ἄκυρος συνελθούσα «Ἑνωτική Σύνοδος» συγκροτουμένη ἐκ λαϊκῶν προσώπων ἐν σχίσματι καί ἡ ἄκυρος χορήγησις Τόμου Αὐτοκεφαλίας εἰς τήν προελθούσαν ἀντικανονικήν δομήν. Ἑπομένως ἐσφαλμένη ὑπῆρξε κατά τά ἀνωτέρω καί ἡ ἀπόφασις ἀναγνωρίσεως τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς συγκεκριμένης δομῆς ὑπό τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς ἐγένετο.

 Ὡσαύτως ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἔχει δημοσίᾳ ἐπικρίνει τήν συνελθούσαν ἐν Κρήτῃ Σύνοδον, διότι δέν κατέγνωσεν, ὡς εἶχε κανονικόν χρέος ἔναντι τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τάς ἐν χρόνῳ καί χώρῳ ὑφισταμένας αἱρέσεις καί κακοδοξίας καί δέν ὁριοθέτησεν ἔναντι αὐτῶν τήν ἀμώμητον Ὀρθόδοξον Πίστιν καί κατά ταῦτα δέν ἀπέβη οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη. Διά τούς λόγους αὐτούς ὁ Σεβ. κ. Σεραφείμ παρητήθη τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν συγκεκριμένην Σύνοδον, καταγγέλων ἐγγράφως καί τήν διαδικασίαν καί τό περιεχόμενον Αὐτῆς.

Β. Ἐπειδή ἡ ἀνακοίνωσις τοῦ ἐν θέματι ἱστολογίου ἐπανέρχεται εἰς τήν μετάθεσι τοῦ Πρωτοπρ. π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι ὁ συγκεκριμένος Κληρικός ἦλθε ὡς Διάκονος ἄγνωστος ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος εἰς τόν Σεβ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ καί τόν ἱκέτευσε νά τόν προσλάβει στήν Μητρόπολή του καί νά τόν χειροτονήσει Πρεσβύτερον. Ὁ Σεβ. κ. Σεραφείμ ἐκτιμῶν τό ἀντιοικουμενιστικόν φρόνημα τοῦ εἰρημένου, τόν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερον, τόν ἐχειροθέτησε Πρωτοπρεσβύτερον καί Πνευματικόν καί τόν ἐδιόρισε Γραμματέα τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων τῆς Ἱ. Μητροπόλεως. Ἐπί 6ετίαν ὁ συγκεκριμένος ἐπεδείκνυε εὐπείθειαν καί σεβασμόν εἰς τήν κανονική τάξιν καί τάς ἀρχάς τῆς Ἱ. Μητροπόλεως, ἕως τοῦ Αὐγούστου τοῦ 2019 ὅτε ἀπεφάσισε οἰκείᾳ βουλήσει νά αὐτονομηθεῖ καί νά ἀποστασιοποιηθεῖ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς καί τοῦ χειροτονήσαντος Μητροπολίτου του καί νά δημοσιεύει κείμενα χωρίς τήν εὐλογία καί ἔγκρισί του ὑπογράφων ὡς «Πρωτοπρ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος» μή ἀναφέρων τήν κανονικήν του ἐξάρτησιν, ὡς νά ἦτο αὐτοδέσποτος. Κατόπιν αὐτῆς τῆς ἀνυπακοῆς καί ἀγνωμόνου συμπεριφορᾶς διά νά μή ληφθοῦν κατ’ αὐτοῦ κανονικά μέτρα ἐπιβολῆς ἀργίας καί ἀφαιρέσεως τῶν ὀφφικίων καί διά νά προστατευθεῖ τό ἔργον τῆς Ἱ. Μητροπόλεως προετιμήθη ἡ ἐγχείρισις κανονικοῦ Ἀπολυτηρίου Γράμματος κατά τόν τύπον τοῦ Ἱ. Πηδαλίου ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 757 καί κατά τάς ἐπιταγάς τοῦ ΙΒ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Δέν ἐπελέγη ἡ διαδικασία ἀπολύσεως κατά τόν Νόμο 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ἡ ὁποία ἐφηρμόσθη ὅταν προσελήφθη εἰς τήν Ἱ. Μητρόπολιν Κυθήρων. Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ, ὅτι κάθε πρᾶξις νομίμου Ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου ἐπάγεται ἀποτελέσματα ἄχρι τῆς ἀκυρώσεώς της, ὑπό τοῦ ἁρμοδίου Δικαστικοῦ Διοικητικοῦ ὀργάνου κατά τάς ἀρχάς τοῦ Διοικητικοῦ καί Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου.

Γ. Ὡς εὐφυέστατα ὁ ἐν οὐρανοῖς αὐλιζόμενος ἀοίδιμος Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος εἶχεν καταδείξει, τό νόμισμα τῆς πλάνης ἔχει δύο ὄψεις, ἡ μία τόν ἐπάρατον συγκρητιστικόν Οἰκουμενισμόν, διαχριστιανικόν καί διαθρησκειακόν πού ὁμογενοποιεῖ Ἀλήθεια καί ψέμα καί ἡ ἑτέρα τόν οὐ κατ’ ἐπίγνωσι Ζηλωτισμόν πού ἀναγορεύει τόν καθένα εἰς Οἰκουμενικήν Σύνοδον κατά τάς ἀρχάς τοῦ Προτεσταντικοῦ δαιμονικοῦ περιπαίγματος. Μέ τήν ἐσφαλμένη θεώρηση τοῦ ἱστολογίου ΚΑΤΑΝΥΞΗ δέν ὑφίσταται κανονικός Ἐπίσκοπος στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, διότι ὅλοι δῆθεν ἔχουν μολυνθεῖ ἐκ τῆς Οὐκρανικῆς κρίσεως, ἐφ’ ὅσον καί ὁ Πατριάρχης Μόσχας μνημονεύων στά Δίπτυχα τούς Πατριάρχας Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί Σερβίας, πού δημοσίᾳ καταδικάζουν τήν οὐκρανική Αὐτοκεφαλία εἰς τήν σημερινήν της μορφήν, ἐνέχεται κανονικῶς μνημονεύων διά τῶν ἀνωτέρω τούς ἀποδεχομένους αὐτήν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί Μακαριωτάτους Ἀλεξανδρείας καί Ἀθηνῶν. Ὅσον ἀφορᾶ στούς Σεβ. Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μνημονεύουν τῆς Ἱ. Συνόδου, αὐτομάτως μνημονεύουν καί τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν κ.κ. Ἱερώνυμον καί τούς συμφρονούντας μέ Αὐτόν, εἰς τό Οὐκρανικόν ζήτημα. Δι’ αὐτόν τόν λόγον ἡ βασική ἀρετή τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ εἶναι ἡ διάκρισις, ἡ ὁποία εἶναι χορηγία τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς τόν ἄνθρωπον τοῦ καθαροῦ σωματικοῦ καί πνευματικοῦ βίου!!! Ἐν προκειμένῳ λοιπόν θά ἐνεχόμην κανονικῶς ἐάν ἐγώ εἶχα συλλειτουργήσει μέ φερομένους ὡς «Ἀρχιερεῖς» τῆς δομῆς πού δημιούργησε ἀντικανονικῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Οὐκρανία. Ἀλλά κάτι τέτοιο δέν συνέβη καί οὔτε πρόκειται νά συμβεῖ διότι θά ἤμουν ἀνακόλουθος, μέ τά ὅσα πιστεύω καί διακηρύσσω. Εἰδικώτερα μέ τόν Σεβ. Μητροπολίτην Λαγκαδᾶ κ.κ. Ἰωάννην συνδέομαι ἀπό 30ετίας, μέ ἐτίμησε μετά πολλῆς ἀγάπης προσκαλῶν με εἰς τήν πανήγυρη τοῦ Ἁγ. Δαμασκηνοῦ Στουδίτου, Ἐπισκόπου Λιτῆς καί ἀνταπέδωσα, ὡς εἶχον ἱερόν χρέος τήν ἀγάπην του, προσκαλῶν αὐτόν εἰς τήν πανήγυρι τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος, πολιούχου Πειραιῶς. Ἑπομένως οὐδέν ἄτοπον ἔπραξα καί οὐδεμίαν κοινωνίαν κέκτημαι μέ τήν ἀντικανονικήν δομήν τῆς Οὐκρανίας, διότι στήν παρούσα φάσιν ἡ ἀρχή τῆς διακρίσεως ἐπιβάλλει τήν κατ’ οἰκονομίαν ἐφαρμογήν τοῦ Ι΄ ἱ. κανόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τόν ὁποῖον ἐπαναλαμβάνει ὁ Β΄ Κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου καί τόν ὁποῖον ἐπικυρώνει ὁ Β΄ κανών τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι ἄλλως θά ἀποσαρθωρθεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία καί θά ἐπιτευχθεῖ πλήρως ὁ στόχος τῶν σκοτεινῶν δαιμονικῶν δυνάμεων νά διασπαστεῖ ἡ ἑνότης τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί νά χωρισθοῦν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σέ «Σλαυόφιλες» καί «Ἑλληνόφιλες». Παρ’ ὅσα δέ λέγονται τό ζήτημα εἶναι κατά βάσιν διοικητικῆς ὑφῆς καί παραβιάσεως δικονομικῶν ἱερῶν κανόνων καί δι’ αὐτό δέν τυγχάνει ἐπιβεβλημένη ἡ διακοπή κοινωνίας κατά τόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Ἁγίας Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὡς ὑποχρεωτικῶς θά συμβεῖ εἰς περίπτωσιν intercommunio μέ τήν αἵρεση. Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ ὅτι ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δέν εἶναι «σύλλογος εὐσεβοφρονούντων», ἀλλά κανονικόν καί νόμιμον ὄργανον διοικήσεως τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας καί οἱ ἐν προκειμένῳ Ἀποφάσεις Της εἶναι μέν ἄκυρες, ἀλλά ὄχι ἀνυπόστατες καί κατά ταῦτα πρέπει νά καταγνωσθοῦν κατά τάς ἀρχάς τοῦ Κανονικοῦ μας Δικαίου ὑπό Πανορθοδόξου (Οἰκουμενικῆς) Συνόδου καί ὄχι ἀπό τόν κάθε ἕνα δικαίως ἀνησυχούντα ἐυσεβῆ ἀδελφόν.

Δ. Διαποροῦμε διά τήν φαιδρότητα τοῦ ἱστολογίου ΚΑΤΑΝΥΞΗ νά ἰσχυρίζεται ὅτι «ἀποτειχίζεται» ἀπό τόν Σεβ. Πειραιῶς ὡς νά εἶχε κανονική σχέσι μαζί του καί νά ἦτο Ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας. Βεβαίως τό γεγονός ὅτι τόν Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιῶς τόν αἰτιῶνται ἀκρίτως ταυτοχρόνως καί τό ἱστολόγιο ΚΑΤΑΝΥΞΗ καί ἐκ τῆς ἀντιθέτου πλευρᾶς τό ἱστολόγιο ΡΩΜΑΛΕΩι ΦΡΟΝΗΜΑΤΙ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Σεβ. κ. Σεραφείμ βαδίζει τήν μέση βασιλική ὁδό τῆς θεοφιλοῦς διακρίσεως ἀγωνιζόμενος διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Τέλος, κατά τήν ἐπιθυμία τοῦ ἱστολογίου ΚΑΤΑΝΥΞΗ διεγράφη τό ἡλεκτρονικόν του ταχυδρομεῖον, ἐκ τῶν παραληπτῶν τῶν Ἀνακοινώσεων τῆς Ἱ. Μητροπόλεως.

 

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Διαβάστε περισσότερα

Μητροπολίτου Πειραιώς: Η αλήθεια για την λεγομένη καύση των νεκρών.

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 9 Δεκεμβρίου 2019

 

Ἐπειδή γράφησαν κακεντρεχή σχόλια γιά τό «ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ» διδακτικό κείμενο τῆς Ἁγιωτάτης μας Ἐκκλησίας μέ  θέμα τήν καύση τῶν νεκρῶν, διευκρινίζομε τήν ἰσχύουσα πραγματικότητα γι’ αὐτό τό πολύ εὐαίσθητο θέμα.

 ‘‘ Σήμερα πλανᾶται ἀπό κερδοσκόπους ἡ ψευδής εἰκόνα, ὅτι δῆθεν ἡ ἀποτέφρωση γίνεται μέ ἁπλή καύση τοῦ σώματος στήν πυρά. Ὅπως σέ ὁρισμένες πε­ριπτώσεις γινόταν στήν ἀρχαιότητα. Αὐτό εἶναι ἀναληθές.

Κατά τήν σύγχρονη διαδικασία τῆς - κατ’ εὐφημισμόν - «ἀποτέφρωσης», μετά ἀπό τήν καύση τοῦ νεκροῦ σέ κλίβανο ὁ ἀνθρώπινος σκελετός ρίχνεται σέ ἠλεκτρικό σπαστήρα (μίξερ, cremulator). θρυμματίζεται καί μετατρέπεται σέ σκόνη. Εἰδικότερα ἡ ἀποτέφρωση διεξάγεται σέ δύο φάσεις:

α) Στήν πρώτη φάση ὁ νεκρός εἰσέρχεται σέ κλίβανο καί μετά τήν καύση τοῦ σώματος του δέν ἀπομένει ἡ τέφρα, ἀλλά ὁ ἀνθρώπινος  σκελετός. Ὅ,τι δη­λαδή θα ἀπέμενε καί μετά την ταφή στό κοιμητήριο. Ἐνίοτε, κατά τήν διάρκεια τῆς καύσης, ὁ ὑπάλληλος τοῦ ἀποτεφρωτηρίου ἀνοίγει τόν κλίβανο καί μέ σιδερένια ἐργαλεῖα σπάει τά ὀστά τοῦ νεκροῦ σέ μικρότερα τμήματα.

β) Στήν δεύτερη φάση συλλέγονται τά ὀστά ἀπό τόν κλίβανο καί ρίχνονται σέ μίξερ (σπαστήρα ὀστῶν, cremulator). Τό μίξερ κονιορτοποιεῖ τόν σκελετό καί τόν μετατρέπει σέ σκόνη. Ἡ σκόνη συλλέγεται σέ δοχείο («τεφροδόχο») καί παραδίδεται στούς οἰκείους τοῦ νεκροῦ.

Ἐπομένως, ὅταν σήμερα γίνεται λόγος γιά «ἀποτέφρωση», δέν κυριολεκτεῖται ὁ ὅρος. Οὔτε οἱ συγγενεῖς παραλαμβάνουν τήν «τέφρα» του νεκροῦ ἀπό τό ἀποτεφρωτήριο. Αὐτό πού παραλαμβάνουν δέν εἶναι τό προϊόν τῆς καύσης (τέφρα, στάχτη), ἀλλά ἡ σκόνη (τρίμματα) ἀπό τά ὀστά τά ὁποῖα ρίχθηκαν σέ σπαστήρα ὀστῶν (μίξερ) μετά τήν καύση.

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ἡ σύγχρονη «ἀποτέφρωση νεκρῶν» δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τήν «ἀνακύκλωση ἀπορριμμάτων». Εἶναι σαφές ὅτι, τουλάχιστον γιά τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτή ἡ διαδικασία μηχανικοῦ ἀφανισμοῦ τοῦ σώματος δέν τιμᾶ τόν νεκρό. Ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται ὅτι εἶναι ἀξιοπρεπές γιά τόν κεκοιμημένο ἄνθρωπο νά καεῖ σέ κλίβανο καί νά θρυμματισθεῖ σέ μίξερ.

Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν διαχείριση τῆς «τέφρας», ἡ νομοθεσία (νόμος 4368/2016 ἄρθρο 92. ΦΕΚ Α' 21/201.6) τήν ὑποβιβάζει στήν κατηγορία τῶν ἰδιωτικῶν ἀπορριμμάτων. Ἡ μετέπειτα τύχη τῆς «τέφρας» ἀποτελεῖ ἰδιωτική ὑπόθεση τῶν συγγενῶν, χωρίς κρατικό ἔλεγχο προστασίας τοῦ περιβάλλοντος καί τῆς δημόσιας ὑγείας (π.χ. τροφικῆς ἁλυσίδας). Ἐπιτρέπεται στούς συγγενεῖς (ἐάν θέλουν νά ἀποφύγουν τά ἔξοδα φύλαξης τῆς τεφροδόχου σέ κοιμητήριο ή ἀποτεφρωτήριο) νά σκορπίσουν τήν «τέφρα», εἴτε ἐλεύθερα στήν θάλασσα, εἴτε σέ περιοχή ἐκτός σχεδίου πόλης (ἀδιάφορο ἄν εἶναι κατοικημένη ἤ καλλι­εργούμενη), εἴτε νά ρίξουν τήν τεφροδόχο στήν θάλασσα ὑπό τόν ὅρο ὅτι τό σκεῦος μπορεῖ νά διαλυθεῖ στό νερό. Δέν προβλέπεται κανένας ἔλεγχος ἀπό κρατική ἤ δημοτική ὑπηρεσία πρός διασφάλιση τῆς δημόσιας ὑγείας καί ἀπόκειται στήν νομιμοφροσύνη καί εὐαισθησία τῶν συγγενῶν, ἐάν καί πῶς θά τηρήσουν τίς παραπάνω ἐπιλογές τοῦ νόμου. Πρακτικά, δηλαδή, μετά ἀπό τήν παράδοση τῆς τεφροδόχου στήν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ, ἡ τύχη της ἀγνοεῖ­ται ἀπό τό Κράτος.

Ὅλα τά παραπάνω δέν εἶναι εὐρέως γνωστά στήν πλειοψηφία τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία γίνεται δέκτης συνθημάτων ἤ διαφημίσεων περί τῆς δῆ­θεν ἀξιοπρεποῦς  λύσης τῆς ἀποτέφρωσης, ἀλλά προφανῶς ἀγνοεῖ τήν βιαιότητα καί ἐχθρότητα πρός τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἡ ὁποία ἐπιδεικνύεται κατά τήν σύγχρονη διαδικασία ἀποτέφρωσης.

Ἀξιοσημείωτο δέ, εἶναι ὅτι κάποιοι ψυχολόγοι θεωροῦν πῶς ἡ σύγχρονη μέθοδος ἀποτέφρωσης ἀποτελεῖ σέ ἐπίπεδο φαντασιακό ἕνα ἰσοδύναμο τῆς αὐ­τοκτονίας.

Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποῦ δέν ἀποδέχονται τήν κοινή Πίστη καί Ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἤ ἐπιλέγουν κατά τό δοκοῦν ποιούς Κανόνες καί Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας θά ἀκολουθοῦν. Ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία σέβεται τήν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς τους νά παραδοθοῦν στήν πυρά, εἴτε ἐπι­θυμοῦν Κηδεία, εἴτε ὄχι, παρόμοια καί ἐκεῖνοι ὀφείλουν νά ἀναγνωρίσουν τήν ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας νά μήν ὑποχρεωθεῖ νά τελέσει Ἐξόδιο Ἀκολουθία γιά κάποιον, ποῦ ἀποφάσισε νά μήν ἀνήκει καθόλου ἤ νά ἀνήκει ἐπιλεκτικά στήν Ἐκκλησία ἀφοῦ ἀπορρίπτει ὁρισμένες ἀπό τίς παραδόσεις Της, ὅπως τήν ταφή.

Διαφορετική εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς Ἐκκλησίας πρός ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀκούσια ἤ μαρτυρικά (π.χ. στίς καταστροφικές πυρκαγιές) γνώρισαν τέτοιο σκληρό θάνατο καί φυσικά τίποτα καί κανείς δέν θά μπορέσει νά «ἐμποδίσει» τόν Θεό, στήν Δευτέρα Παρουσία, νά ἀναστήσει τούς ἀνθρώπους, τόσο ἀπό τά ὀστά, ὅσο καί ἀπό τήν τέφρα τους.

Πρέπει, ὅμως, νά κατανοήσουν ὅλοι, ἀκόμη καί ἐάν δέν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἤ «ἀρνοῦνται τήν ἀθανασία» ἤ ψάχνουν τρόπους ὅσο τό δυνατόν πιό «ἀνώδυνου» χειρισμοῦ τοῦ θανάτου, ὅτι ἡ ἀπανθράκωση τοῦ σώματος καί ἡ σύνθλιψη του ἀποτελοῦν ἐκδήλωση πού κατ΄ οὐσίαν «βεβηλώνει» τήν ἀνθρώ­πινη ὕπαρξη. Γιά τήν Ἐκκλησία ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος. Τά νεκρά σώματα δέν εἶναι ἀπορρίμματα! Δέν εἶναι ἄχρηστα ἀντι­κείμενα, τά ὁποῖα πρέπει νά παραδοθοῦν στήν φωτιά καί στόν θρυμματισμό, δηλαδή σέ ἕνα βίαιο ἀφανισμό. Ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται τήν καύση, ἐπειδή ἀρ­νεῖται τό ἀμετάκλητο ἀνθρώπινο τέλος καί τήν βία πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Εἶναι τραγικό νά καῖμε καί νά κονιορτοποιοῦμε ὅ,τι ἔχει ἀληθινή ἀξία.

Ἡ Ἐκκλησία ἐπιλέγει καί ἐφαρμόζει τήν ταφή, διότι σέβεται τό σῶμα τοῦ κεκοιμημένου ἀνθρώπου, ἔχει πίστη καί ἐλπίδα στό αἰώνιο μέλλον καί ἀναθέτει στήν φύση τήν εὐθύνη τῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ παρόντος τοῦ ἀνθρώπου.’’

 

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

 + ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΙΤΗΣΙΣ ΣΥΓΚΛΗΣΕΩΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

Παρασκευή 29ῃ Νοεμβρίου 2019

ΑΙΤΗΣΙΣ ΣΥΓΚΛΗΣΕΩΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

Οἱ Σεβ. Μητροπολίται Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κ. Ἀνδρέας, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων κ. Σεραφείμ, Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κ. Κοσμᾶς, ὡς διαποιμαίνοντες Ἱ. Μητροπόλεις τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί οὕτω μέλη τῆς ὁποτεδήποτε συγκληθησομένης Πανορθοδόξου Συνόδου (ἀκριβέστερον Οἰκουμενικῆς) ἀπέστειλαν πρός τήν Α. Θ. Παναγιότητα, τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ καί τούς Μακαριωτάτους Προκαθημένους τῶν κατά τόπους Ἁγιωτάτων Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κανονικήν αἴτησιν ἀμέσου συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου διά τήν ὑπέρβασιν τοῦ ἀνακύψαντος Οὐκρανικοῦ ζητήματος.

ΕΚ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ

+ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ
+ Μητροπολίτης Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
+ Μητροπολίτης Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων ΣΕΡΑΦΕΙΜ
+ Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας ΚΟΣΜΑΣ

Πρός τόν
Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην
κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ καί
τούς Μακαριωτάτους Προκαθημένους
τῶν κατά τόπους Ἁγιωτάτων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν
Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς κ.κ. ΘΕΟΔΩΡΟΝ
Ἀντιοχείας καί πάσης Ἀνατολῆς κ.κ. ΙΩΑΝΝΗΝ
Ἱεροσολύμων καί πάσης Παλαιστίνης κ.κ. ΘΕΟΦΙΛΟΝ
Μόσχας καί πάσης Ρωσσίας κ.κ. ΚΥΡΙΛΛΟΝ
Βελιγραδίου καί πάσης Σερβίας κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΝ
Βουκουρεστίου καί πάσης Ρουμανίας κ.κ. ΔΑΝΙΗΛ
Σόφιας καί πάσης Βουλγαρίας κ.κ. ΝΕΟΦΥΤΟΝ
Τυφλίδος καί πάσης Γεωργίας κ.κ. ΗΛΙΑΝ
Ν. Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΝ
Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ
Βαρσοβίας καί πάσης Πολωνίας κ.κ. ΣΑΒΒΑΝ
Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας κ.κ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΝ
Πρέσοβ καί πάσης Τσεχίας καί Σλοβακίας κ.κ. ΡΑΣΤΙΣΛΑΒ
Εἰς τάς Ε Δ Ρ Α Σ Αὐτῶν

Τῇ 29ῃ Νοεμβρίου 2019

Παναγιώτατε καί Μακαριώτατοι ἅγιοι Προκαθήμενοι,
Ὡς διαποιμαίνοντες Ἱεράς Μητροπόλεις τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί συνεπῶς ὡς μέλη τῆς ὁποτεδήποτε συγκληθησομένης Πανορθοδόξου Συνόδου πάνυ εὐλαβῶς καί ἐν βαθείᾳ συνειδήσει τῆς ἐπισκοπικῆς ἡμῶν εὐθύνης προαγόμεθα ὅπως ἀπευθυνθῶμεν εἰς Ὑμᾶς, τούς πεπνυμένους Προκαθημένους τῶν Ἁγιωτάτων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τούς οἰακοστροφοῦντας Αὐτάς, μετά τῶν περί Ὑμᾶς Ἱερῶν Συνόδων, ἀναφέροντες Ὑμῖν εὐσεβάστως τά κάτωθι:


1. Ἡ ἀπόλυτος ἐνώπιον Θεοῦ εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν Πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διατήρησις καί ἡ μή διασάλευσις ἐπ’ οὐδενί τῆς κανονικῆς, ἐκκλησιολογικῆς καί λειτουργικῆς ἑνότητός Της, ἀξίας ὑπερτάτης κατά τήν Ἀρχιερατικήν Προσευχήν τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου, δεηθέντος· «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. 17,11). Αὐτή ὅμως ἡ ἑνότης ὁρίζεται ἀπό τόν σαφῆ προσδιορισμόν τοῦ Κυρίου, «καθώς ἡμεῖς», ὁ ὁποῖος σημαίνει ὅτι πρότυπον αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Ὅπως ἡνωμένα καί ὁμοούσια εἶναι τά τρία πρόσωπα τοῦ Παναγίου Θεοῦ ἐν ἀπολύτῳ ἀληθείᾳ, δικαιοσύνῃ καί ἀφάτῳ ἀγάπῃ ὀφείλομεν νά διατηρῶμεν τήν ἑνότητα τῆς πίστεως «ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ. 4,3).
Ὁ σύγχρονος ὁμολογητής τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὁσιακῶς τελειωθείς ἐν τῇ ὁμοδόξῳ χώρᾳ τῆς Σερβίας κατά τόν παρελθόντα 20ον αἰῶνα Ἅγιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς), εἰς τό ἐμπνευσμένον καί ἐμπεριστατωμένον Ὑπόμνημα αὐτοῦ πρός τήν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Ἀθῆναι 1977), «περί τήν μελετωμένην “Μεγάλην Σύνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γράφει μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς βαθυστόχαστα καί ἀξιοπρόσεκτα (σελ. 10-11, 19): «Τυγχάνει ἀναμφισβήτητον ἱστορικόν γεγονός, ὅτι αἱ Ἅγιαι καί θεοσύλλεκτοι Σύνοδοι τῶν Ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων εἶχον πάντοτε ἐνώπιόν των ἕν συγκεκριμένον πρόβλημα, τό πολύ δέ δύο ἤ τρία προβλήματα, τεθειμένα ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τῶν μεγάλων αἱρέσεων καί σχισμάτων καί γενικῶς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διέστρεφον τήν ὀρθήν πίστιν, ἔσχιζον καί διέσπων τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔθετον εἰς σοβαρόν κίνδυνον τήν σωτηρίαν τῶν πιστῶν, τήν σωτηρίαν τοῦ εὐσεβοῦς καί περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως. Διά τοῦτο αἱ Ἅγιαι Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, ὅπως ὅλοι γνωρίζομεν, εἶχον πάντοτε χριστολογικόν, σωτηριολογικόν, ἐκκλησιολογικόν χαρακτῆρα, τό δέ γεγονός τοῦτο σημαίνει, ὅτι τό κεντρικόν των θέμα καί τό κύριον εὐ-αγγέλιόν των ἦτο πάντοτε: ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ ἐν Αὐτῷ σωτηρία μας, ἡ ἐν Αὐτῷ θέωσίς μας. Ναί, μάλιστα: Αὐτός-ὁ Μονογενής καί Ὁμοούσιος τῷ Θεῷ Πατρί Υἱός Ἀγαπητός, ὁ σαρκωθείς καί ἐνανθρωπήσας δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν, Αὐτός-ὅλος ἐν τῷ Σώματι τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτός-ἡ αἰωνία θεία Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτός-ὅλος παρών ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διά τῆς ὀρθῆς = ὀρθόδοξου εἰς Αὐτόν πίστεως· Αὐτός, καί μετ’ Αὐτοῦ ὅλον τό θεανθρώπινον ἔργον Αὐτοῦ, ἡ θεανθρωπίνη Οἰκονομία Αὐτοῦ, ἡ θεανθρωπίνη Ἐκκλησία Αὐτοῦ, διά τήν σωτηρίαν και θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου... Ἡ ἱστορική πεῖρα καί μακραίων πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ εἰς ἡμᾶς τό ἑξῆς: ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία ἦτο ἐπί τοῦ σταυροῦ, ἐκαλεῖτο ἕκαστον μέλος της νά μαρτυρήσῃ -καί μέχρις αἵματος, ἐφ’ ὅσον ἐχρειάζετο- τήν ὅλην καί καθολικήν Ἀλήθειάν της, καί οὐχί νά συζητῇ μερικά ἐπινοηθέντα θέματα, ἤ νά λύῃ ψευδεῖ τῷ τρόπῳ τά οὐσιαστικά προβλήματα, ἤ νά θέλῃ εἰς καταστάσεις θολάς καί διά τούς ἄλλους δεσμευτικάς νά ἐπιτύχῃ τήν πραγματοποίησιν τῶν φιλοδοξιῶν του. Ἴσως πρέπει νά ὑπενθυμίσωμεν σήμερον καί νά κατανοήσωμεν, σύν τοῖς ἄλλοις, τό ἑξῆς γεγονός: κατά τήν ἐποχήν τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐγίνοντο Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, χωρίς βεβαίως νά σημαίνῃ τοῦτο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δέν ἐλειτούργει τότε καί δέν ἀνέπνεε συνοδικῶς. Τοὐναντίον, ἡ περίοδος ἐκείνη τῆς ζωῆς καί τῆς δράσεως της ἦτο ἡ πλέον καρποφόρος καί δυναμική. Ὅτε δέ, κατόπιν τούτου, ἐπηκολούθησεν ἡ ἄλλη περίοδος καί συνῆλθεν ἡ Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος, τότε ἠδυνήθησαν νά προσέλθουν καί νά παραστοῦν εἰς αὐτήν καί οἱ μάρτυρες ἐπίσκοποι, φέροντες τά ἀκόμη νωπά τραύματα, τά στίγματα καί τούς μώλωπας τῶν διωγμῶν καί τῶν φυλακῶν, δεδοκιμασμένοι ἐν τῷ πυρί τοῦ μαρτυρίου, καί ἐκεῖ, ἐνώπιον τῆς Συνόδου τῶν ἀδελφῶν καί συλλειτουργῶν των καί ἐνώπιον ὅλης τῆς οἰκουμένης, νά δώσουν ἐλευθέρως τήν μαρτυρίαν τῶν περί τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογοῦντες Αὐτόν ὡς Θεόν καί Κύριον καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων...»
Ἑπομένως ἑνότης, ἡ ὁποία δέν ἔχει ὡς πρότυπον τό «καθώς ἡμεῖς» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί στηρίζεται εἰς τό ψεῦδος, τήν βίαν καί τήν παραβίασιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως σήμερον ἐπιχειρεῖται, εἶναι βιασμός τῆς ἀληθείας καί οἰκείωσις τοῦ κόσμου τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ Πατερική ρῆσις τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι ἀκόμη καί τό μαρτύριον, ἡ ὑψίστη ἀπόδειξις τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἀγάπης εἰς τόν Θεόν, δέν δύναται νά ἀποπλύνῃ τό κακούργημα τοῦ σχίσματος καί τῆς αἱρέσεως· «τό σχίσμα οὐδέ αἷμα μαρτυρίου ἀποπλύνει».
Ὁ κατηξιωμένος Ὁμότιμος Καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. ἐλλογιμώτατος κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης γράφει προσφυέστατα εἰς τό περισπούδαστον ἄρθρον του «Οἰκουμενικότητα καί Οἰκουμενισμός» τά ἑξῆς βαρυσήμαντα διά τήν οἰκουμενικότητα, τήν καθολικότητα καί τήν διαχρονικότητα τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος φανερώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο. Αὐτὴ ἐκτείνεται «πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης» καὶ «πανταχοῦ τῶν χρόνων». Ἡ οἰκουμενικότητα καὶ ἡ διαχρονικότητα τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνονται στόν Χριστό, ποὺ προσέλαβε στήν ὑπόστασή του ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία μὲ τὴν ἄκτιστη ἀνακαινιστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἰκοδομεῖ τὴν οἰκουμενικότητά της.
Ἡ οἰκουμενικοτητητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξαντλεῖται στήν παγκοσμιότητα, ἀλλὰ συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν διαχρονικότητα. Ἔτσι ἄλλωστε ὁλοκληρώνεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς καθολικότητας, ποὺ ἀποτελεῖ βασικὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποσύνδεση τῆς οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα φαλκιδεύει τὴν καθολικότητα της.
Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχει κοινωνιολογικὲς ἀλλὰ θεολογικὲς ῥίζες. Δέν ἀνάγεται στίς πολιτισμικές, πολιτικὲς ἢ κοινωνικὲς διαφοροποιήσεις μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, ὄσο καὶ ἂν συνέβαλαν καὶ αὐτὲς στήν διαφοροποίηση τῆς πίστεώς τους. Ἡ καθολικότητα, ποὺ ὑπάρχει ὡς ὀντολογικὸ δεδομένο στήν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, φαλκιδεύεται ὡς ζητούμενο μὲ τίς θεολογικὲς διαφοροποιήσεις, τὶς ἐξουσιαστικὲς διεκδικήσεις καὶ τὶς ἐθνικὲς ἀντιθέσεις, ποὺ δημιουργήθηκαν μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν.
Ἡ θεολογία μὲ τὴν στενότερη καὶ τὴν εὐρύτερη ἔννοια της εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ χιτώνας τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ αἵρεση εἶναι πράξη ῥήξεως τοῦ χιτῶνα αὐτοῦ καὶ διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφόσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του παραμένει ἕνα καὶ ἀδιαίρετο, ἡ αἵρεση δέν διαιρεῖ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀποσπᾶ μέλη ἀπὸ τὸ Σῶμα της. Ἐκτρέπεται ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα καὶ ἐγκαταλείπει τὴν καθολικότητα της».
Ἡ ἑνότης τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κατά τόν μεγαλειώδη ὁρισμόν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ Κεφαλήν Ἐκεῖνον (Ἐφ. 1,22-23) εἶναι ἀδιαπραγμάτευτος ἀξία καί δι’αὐτό ἡ αἵρεσις τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ καί ἡ δι’ αὐτῆς διασάλευσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ἀποτελεῖ κανονικόν ἔγκλημα. Ἑπομένως, ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική κίνησις παρ’ οἱουδήτινος, ἡ ὁποία προσβάλλει τήν ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἔκπτωσιν, διά τήν ὁποίαν θά ἀποδοθῇ λόγος ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος καί Κυρίου τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τήν ἔγκριτον ἐκκλησιολογικήν μελέτην τοῦ λογίου Μοναχοῦ π. Σεραφείμ Ζήση, «Ἡ ἐνδοτριαδική μοναρχία τοῦ Πατρός...ἐκκλησιολογίας» καί δή εἰς τό κεφ. Β΄ «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, τό θεμέλιόν της καί οἱ Ὀρθόδοξες Σύνοδοι (σελ. 8-10) περιέχονται τά ἑξῆς περισπούδαστα στοιχεῖα:
«Β. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, τό θεμέλιό της καί οἱ ὀρθόδοξες Σύνοδοι. Στήν ἐκκλησιολογία τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ Θεάνθρωπος Χριστός συνιστᾷ τήν Κεφαλή καί τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν Ψυχή τῆς Ἐκκλησίας· μέσῳ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθίσταται γνωστός στόν κόσμο καί ὁ Θεός Πατήρ, διά τῆς κοινῆς στά Τρία Πρόσωπα ἀκτίστου ἐνεργείας, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται στήν Ἐκκλησία διά τῶν θείων Μυστηρίων. Ἀντιθέτως, στά καινοφανῆ περί Συνόδου διδάγματα τοῦ φαναριωτικοῦ φιλοπαπικοῦ οἰκουμενισμοῦ γίνεται προσπάθεια νά ἀναπτυχθεῖ μιά νεωτεριστική, πέραν τῆς μαρτυρουμένης, σχέση Τριαδολογίας καί Ἐκκλησιολογίας.
Βάσει τῆς ἰδίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἐκκλησία πιστεύεται ὡς «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» καί «Σῶμα Αὐτοῦ [τοῦ Χριστοῦ], πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου», τῆς ὁποίας ὄχι μόνον θεμέλιο, ἀλλά καί οἰκοδομή, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος παρά ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικό, ὅτι τό ρῆμα πού χρησιμοποιεῖται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως περί τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι οὔτε τό «ὁμολογῶ», πού χρησιμοποιεῖται περί τοῦ Βαπτίσματος, οὔτε τό «προσδοκῶ», πού χρησιμοποιεῖται περί τῆς μελλούσης ἀναστάσεως νεκρῶν, ἀλλά χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «πιστεύω», ὅπως ἀκριβῶς περί Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος στά ἀντίστοιχα ἄρθρα. Ἄρα, ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ μετέχει καί τῆς θείας ζωῆς, εἶναι προέκτασις τοῦ Θεανθρώπου, εἶναι ὁ Χριστός «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας» καί δέν πρόκειται περί ἁπλοῦ ἐγκοσμίου καθιδρύματος, ἀλλά περί ὀντότητος πιστευομένης, θεανθρωπικῆς, ὁρατῆς καί συνάμα ἀοράτου, κτιστῆς καί ἀκτίστου.
Ὡς ἀλάθητος καί ὑπέρτατος θεσμός τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀνέκαθεν πιστευθεῖ καί ἐκκλησιολογικῶς ἑρμηνευθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος· σύμφωνα μέ τό ὁμολογιακό σύνθημα τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου τόν 6ο αἰ., πού συνιστᾷ καί εὐρύτερη θεολογική γνώμη, «ὅποιος δέν δέχεται τίς τέσσερις [τότε] Συνόδους, ὅπως τά τέσσερα Εὐαγγέλια, νά εἶναι ἀνάθεμα». Ἡ ἀνωτερότης καί τό ὑπέρτατον κῦρος τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Ἐκκλησία συνιστοῦσε σταθερά καί ἀδιάλειπτα κοινό τόπο τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ἀνά τούς αἰῶνες. Εἶναι ἐνδεικτικό, ὅτι τό κείμενο τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ ἔτους 1895, πού ἀπαντώντας στήν παπική πρόσκληση γιά ψευδένωση ὑπό τόν Πάπα τῆς Ρώμης ἀναιρεῖ ἐν συντόμῳ ὅλες τίς παπικές αἱρέσεις, γράφει περί τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα: «Ἀλλ’ ἀνατρέχοντας στούς Πατέρες καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων ἐννέα αἰώνων πληροφορούμαστε, ὅτι ποτέ δέν θεωρήθηκε ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης ὡς ἡ ἀνωτάτη ἀρχή καί ἡ ἀλάνθαστη κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι κάθε ἐπίσκοπος εἶναι κεφαλή καί πρόεδρος τῆς δικῆς του τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος μόνον στίς συνοδικές διατάξεις καί ἀποφάσεις ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας ὡς στίς μόνες ἀλάνθαστες, χωρίς διόλου νά ἐξαιρεῖται ἀπό αὐτόν τόν κανόνα ὁ Ἐπίσκοπος Ῥώμης, καθώς δεικνύει ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία· μόνος δέ αἰώνιος ἀρχηγός καί κεφαλή ἀθάνατη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός […] Σέ σπουδαῖα δέ ζητήματα, πού ἀπαιτοῦσαν τό κῦρος ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, γινόταν ἔκκληση σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία μόνη ἦταν καί εἶναι τό ἀνώτατο κριτήριο σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Τέτοιο ἦταν τό ἀρχαῖο τῆς Ἐκκλησίας πολίτευμα· οἱ δέ ἐπίσκοποι ἦταν ἀνεξάρτητοι ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον καὶ ἐλεύθεροι ἐντελῶς μέσα στά δικά τους ὁ καθένας ὅρια, ἀκολουθώντας μόνον τίς συνοδικές διατάξεις, καί παρεκάθηντο στίς Συνόδους ὡς ἴσοι πρός ἀλλήλους· κανείς δέ ἀπό αὐτούς δέν διεκδικοῦσε ποτέ μοναρχικά δικαιώματα ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ ἴδια αὐτή ὀρθόδοξη θέση συνομολογήθηκε καί σέ πρόσφατο κοινό κείμενο τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Παλαιοκαθολικῶν ἀπό τίς ἀντιπροσωπεῖες τους, μόλις τό 1981 (σ.σ. οἱ Παλαιοκαθολικοί ἀποσκίρτησαν ἀπό τόν Παπισμό λόγῳ τοῦ δόγματος τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου, καθιερωθέντος στήν Α΄ Βατικάνεια Σύνοδο τό 1870). «Ἀνώτατο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀλάθητη διακήρυξη τῆς πίστεώς της εἶναι μόνο ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος (…) Αὐτή ἀποφαινομένη ὑπό τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει τό ἀλάθητον αὐτῆς ὡς ἐκ τῆς συμφωνίας αὐτῆς μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ τῆς συμφωνίας ταύτης οὐδεμία σύναξις εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος». Καί σέ ἄλλο παρόμοιο κείμενο τοῦ ἰδίου διαλόγου: «Ἐπιμέρους φορεῖς καί ὄργανα αὐθεντίας στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας καί κατ’ ἐξοχήν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι».
Ἰδιαιτέρως, εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Οὐκρανικοῦ «αὐτοκεφάλου» εἶναι ἐντελῶς ἀνεδαφικόν νά ἰσχυρίζεται κάποιος, ὅτι ἐπιτυγχάνεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν «ἀποκατάστασιν» καί εἴσοδον εἰς Αὐτήν ἀμεταμελήτων καθῃρημένων, ἀναθεματισμένων καί ἀχειροτονήτων, παρασυναγώγων καί σχισματικῶν προσώπων, μέ φερομένας «ἐνοριακάς συναθροίσεις» καί τήν ἰδίαν στιγμήν αὐτό τό γεγονός κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογήν τῶν Ι΄ καἰ ΙΑ΄ ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐπαναληφθέντος τοῦ περιεχομένου αὐτῶν ὑπό τοῦ Β΄ ἱ. Κανόνος τῆς ἐν Ἀντοχείᾳ Συνόδου κυρωθείσης ὀνομαστικῶς ὑπό τοῦ Β΄ Κανόνος τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, νά ὁδηγῇ εἰς διακοπήν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τήν κανονικήν Οὐκρανικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὑπό τόν Μητροπολίτην Ὀνούφριον καί τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν μετά τῶν κοινωνούντων μέ τούς ὡς εἴρηται σχισματικούς, ὅταν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ὅτι αὕται ἔχουν 12.500 κανονικάς ἐκκλησιαστικάς ὀντότητας-Ἐνορίας καί 90 κανονικούς Μητροπολίτας ἡ πρώτη εἰς τήν Οὐκρανίαν, καί εἰς τήν Ρωσσικήν Ὁμοσπονδίαν, τό Πατριαρχεῖον Μόσχας 270 Μητροπολίτας καί Ἐπισκόπους καί πολλά ἑκατομμύρια πιστῶν. Καί τοῦτο συμβαίνει σήμερον μάλιστα, καθ’ὅν χρόνον ὁ Μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο) ἀναδιωργάνωσε τό ψευδοπατριαρχεῖον Κιέβου, μέ χαρακτηριστικήν πρόσφατον ἀπόφασιν Οὐκρανικοῦ Δικαστηρίου, τό ὁποῖον ἀπηγόρευσε τήν διάλυσίν του, ἐνῷ οὗτος εἶχεν ὡς ἐνάγοντας τά «ἔκγονά» του!!! (https://www.romfea.gr/ekklisies-ts/ekklisia-tis-oukranias/31349-to-dikasti rio-apagoreuse-stin-autokefali-ekklisia-tis-oukranias-na-dialusei-to-legomeno-patriarxeio-kiebou).
Σχετικῶς ὁ ἐλλογιμώτατος Ὁμότιμος Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ ΕΚΠΑ κ. Παναγιώτης Μπούμης εἰς τήν ἔγκριτον νομοκανονικήν μελέτην αὐτοῦ· «Τί (θά) κοινωνοῦν;» (οἱ δῆθεν ἀποκατασταθέντες σχισματικοί τῆς Οὐκρανίας) καί δή εἰς τό ἀκόλουθον ἀπόσπασμα αὐτοῦ ἀναφέρει τά ἑξῆς ἀξιοσημείωτα: «...Β. 1) Σύμφωνα μέ τά δεδομένα αὐτά καί συνοψίζοντας τά πράγματα γιά κάθε μυστηριακή πράξη χρειάζεται ἡ ἀποστολική διαδοχή, ἡ ὁποία παρέχεται μέ τό μυστήριο τό κανονικό τῆς ἱερωσύνης στούς κληρικούς. 2) Φυσικά πρέπει αὐτοί οἱ κληρικοί νά εἶναι ἐνταγμένοι μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά μήν ἔχουν ἀποκοπεῖ ἤ ἀποσχισθεῖ ἀπό αὐτήν, εἴτε ἑκουσίως σχηματίσαντες σχίσμα ἤ αἵρεση, εἴτε ἀκουσίως καθαιρεθέντες τῆς ἱερωσύνης ἀπό τό ἁρμόδιο γι’αὐτούς ἐκκλησιαστικό ὄργανο. 3) Σέ κάθε κατ’ ἀκρίβεια κανονική μυστηριακή πράξη ὑπάρχουν ἐκτός ἀπό (τούς λόγους) τά ἀόρατα θά λέγαμε σημεῖα καί τά ὁρατά σημεῖα, τά ἁπτά, ὥστε (νά βλέπει καί) νά προσλαμβάνει μέ βεβαιότητα τό μεταδιδόμενο χάρισμα ὁ κάθε πιστός. 4) Ὁ κληρικός, ὁ ὁποῖος τελεῖ ἕνα μυστήριο πρέπει νά ἔχει τήν ἄδεια καί τήν ἐντολή ἀπό ἕνα ἀνώτερό του ἐκκλησιαστικό ὄργανο ἤ σῶμα, ὅπως τό ἀποστολικό σῶμα τῶν Ἱεροσολύμων τότε ἔδωσε τήν ἄδεια καί τήν ἐξουσία στούς Ἀποστόλους Πέτρο καί Ἰωάννη νά πᾶνε στούς Σαμαρεῖτες γιά τή χορήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

 

2. Ἐπί τοῦ ἐγερθέντος κρισιμωτάτου διά τήν ἑνότητα τῆς Ἁγιωτάτης μας Ἐκκλησίας Οὐκρανικοῦ θέματος ἡ Ἐκκλησία ἔχει δώσει λύσιν διά τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τό 691μΧ, ἐπί Ἰουστινιανοῦ Β΄ τοῦ Ρινοτμήτου, συνελθούσης ἐν Τρούλλῳ, ἡ ὁποία διά τοῦ Β΄ Αὐτῆς Κανόνος ἐπεκύρωσε ὡρισμένως τούς ἐν Καρθαγένῃ Ἱ. Κανόνας, οἱ ὁποῖοι ἐπιλύουν τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δωσιδικίας ἀπό τοῦ ἔτους 424. Εἰς τό σημεῖον αὐτό, πρέπει νά τονισθῇ, ὅτι εἰς τήν Ἁγίαν μας Ἐκκλησίαν δέν δύναται νά γίνει λόγος δι’ἐθιμικόν δίκαιον, διότι τό Δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρέει ἀπό τήν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἔνσαρκος Ἀλήθεια, κατά τήν ἰδικήν Του διακήρυξιν· «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6) καί ἀπό τήν ἐπίπνοιαν τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖον τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἐπεδήμησεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί παραμένει εἰς Αὐτήν, κατά τήν ἀψευδῆ βεβαίωσιν τοῦ Κυρίου· «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Ἑπομένως τό Δίκαιον εἰς τήν Ἐκκλησίαν, δέν εἶναι ἀνθρωπίνη νομοκατασκευή καί ἀντίληψις, ἀλλά πηγάζει ἀπό τόν ἀποκεκαλυμμένον Εὐαγγελικόν Νόμον, τούς Κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Τοπικῶν, τάς ὁποίας Ἐκεῖναι ἐκύρωσαν καί τούς Κανόνας τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων. Εἰρήσθω δέ ἐν προκειμένῳ ὅτι, καί ἐάν ἀκόμη δεχθῶμεν ὅτι ὑφίστατο εἰς τήν Οὐκρανίαν συντρέχουσα κανονική ἁρμοδιότης καί δωσιδικία τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, διότι «ἐπιτροπικῶς» εἶχε παραχωρηθῇ εἰς τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν ἡ Οὐκρανία τό 1686, ἡ συντρέχουσα αὐτή ἁρμοδιότης καί δωσιδικία ἔπαυσε, ὅταν ἐκινήθη πρώτη ἡ Ρωσσική Ἐκκλησία καί ἐπεραιώθη ἡ κανονική διαδικασία, γεγονός τό ὁποῖον ἀνεγνώρισε καί ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον, τό ὁποῖον παραθέτομεν κατωτέρω.
3. Ἀσφαλῶς τό Σεπτόν Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱερούς Κανόνας Γ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν. Μετά δέ τήν ἀπόσχισιν καί ἔκπτωσιν ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης ὅθεν προέκυψεν δυστυχῶς ὁ παναιρετικός Παπισμός, ὁ ὀλετήρ τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ (Θρησκευτικοί πόλεμοι, ἱερά Ἐξέτασις, Μεταρρύθμισις, ἀθεϊσμός, μηδενισμός) τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν καί ἔχει τό κανονικόν καί ἔννομον δικαίωμα τῆς τιμητικῆς Προεδρίας τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὡς primus inter pares, προεδρεύει τῆς ὀψέποτε συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί μετά τῆς περί Αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου συντονίζει τάς συνελεύσεις τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλας τάς προεδρίας ἀνά τόν κόσμον διϊστορικῶς, χορηγεῖ δέ Αὐτοκεφαλίαν καί Αὐτονομίαν εἰς Ἐκκλησιαστικάς Δομάς, ὑπό τόν ὅρον τῆς ἐγκρίσεως τῶν σχετικῶν ἀποφάσεων ἀπό τήν ὁποτεδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενικήν Σύνοδον καί ὑπό τούς κανονικούς ὅρους (αἴτησις τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, συναίνεσις τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί consensus τῶν Ἁγιωτάτων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν).
Ἀναφορικῶς πρός τά πρεσβεῖα τιμῆς καί ὄχι πρός τό «πρωτεῖον ἐξουσίας» ἐξαίρονται καί τονίζονται εὐκρινῶς τά ἀκόλουθα εἰς τήν μνημειώδη καί περισπούδαστον μελέτην τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ὀκτώβριος 2019, «Τά “Δίκαια” τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Μέρος Α΄ “Πρωτεῖον” καί “Ἐκκλησία” κατά τούς Ἱερούς Κανόνας» σελ. 27-30:
«1.3.1. Ἕνας «παγκόσμιος πρῶτος» (παρερμηνεία τοῦ λδ΄ ἀποστολικοῦ). Πρόσφατα ἀναφάνηκε παρερμηνεία τοῦ λδ΄ κανόνος, καί αὐτή ἀφορᾶ τήν σχέση τῶν προκαθημένων (πατριαρχῶν καί ἀρχιεπισκόπων) τῶν σημερινῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν μεταξύ τους. Σύμφωνα μέ τήν παρερμηνεία αὐτή, βάσει δῆθεν τοῦ λδ΄ κανόνος κάποιος μεταξύ τῶν προκαθημένων πρέπει νά θεωρῆται ὡς «πρῶτος» καί «κεφαλή» τῶν ὑπολοίπων. Ἡ παρερμηνεία αὐτή συγχέει τήν ἔννοια τῆς πρωτοκαθεδρίας τοῦ «πρώτου τῇ τάξει» μεταξύ ἰσοτίμων προκαθημένων μέ τήν ἔννοια τῆς πρωτοκαθεδρίας τοῦ «πρώτου-κεφαλῆς» τῆς δεῖνος ἐπαρχιακῆς συνόδου, καί ἐφαρμόζεται στό Κείμενο τῆς Ραβέννας (2007). Στό κείμενο αὐτό ἡ ἔννοια τῆς «κεφαλῆς», πού ὀρθῶς ἐφαρμόζεται στόν «πρῶτο» τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου («περιφερειακό ἐπίπεδο») μεταφέρεται ἐσφαλμένως καί στό λεγόμενο «παγκόσμιο ἐπίπεδο», γιά νά δικαιολογηθῇ ἕνας «παγκόσμιος πρῶτος». Ἀλλά «παγκόσμιος πρῶτος», ὡς κεφαλή τῶν «πρώτων» τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχῃ . Οἱ ἁρμοδιότητες τοῦ «πρώτου» τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου δέν μπορεῖ νά ἀποδοθοῦν στόν «πρωτοκάθεδρο» μεταξύ τῶν ἰσοτίμων «πρώτων» τῶν ἐπαρχιακῶν συνόδων. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἅγιορείτης μέ πολλή σαφήνεια διερμηνεύει ὅτι «πρωτεῖο» ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου, πέραν τῆς πρωτοκαθεδρίας (στήν σειρά τῆς τάξεως) μεταξύ ἴσων προκαθημένων, δέν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία. Οἱ προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἰσότιμοι κατά τά «πρεσβεῖα τιμῆς» καί διαφέρουν μόνο κατά τήν «τάξιν (ἀκολουθίαν) τῆς τιμῆς»: «Ὁ μέν ἀνωτέρω κανών ... διορίζεται, καί λέγει, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης νά ἔχῃ τά προνόμια τῆς τιμῆς μετά τόν Πάπαν, καί Πατριάρχην τῆς Ρώμης, ἐπειδή καί αὐτή ἡ Κωνσταντινούπολις δηλ. εἶναι καί ὀνομάζεται Νέα Ρώμη. Ἡ δέ μετά πρόθεσις, ἐνταῦθα δέν δηλοῖ τό τοῦ χρόνου ὕστερον, καθώς τινες λέγουσι μετά τοῦ Ἀριστηνοῦ, ἀλλ’ οὔτε ὑποβιβασμόν καί ἐλάττωσιν, καθώς οὐκ ὀρθῶς ἑρμηνεύει ὁ Ζωναρᾶς (ἐπειδή, μέ τό νά ᾖναι μετά τόν Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἀλεξανδρείας, μετά δέ τόν Ἀλεξανδρείας ὁ Ἀντιοχείας, καί μετά τόν Ἀντιοχείας ὁ Ἱεροσολύμων, κατά τόν λστ΄ τῆς ΣΤ΄, ἔσονται τέσσαρα εἴδη ὑποβιβασμοῦ τιμῆς, καί ἀκολούθως πέντε διάφοροι τιμαί μία τῆς ἄλλης ἀνωτέρα, ὅπερ ἐναντίον ἐστί πάσῃ τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, καί μόνον δεκτόν τοῖς Λατίνοις καί Λατινόφροσιν), ἀλλά δηλοῖ ἰσότητα τιμῆς, καί τάξιν, καθ’ ἥν ὁ μέν ἐστι πρῶτος, ὁ δέ, δεύτερος. Ἰσότητα μέν τιμῆς, διατί καί οἱ ἐν Χαλκηδόνι Πατέρες, κανόνι κη΄, λέγουσιν, ὅτι οἱ ρν΄ οὗτοι ἐπίσκοποι τά ἶσα πρεσβεῖα τῷ τῆς παλαιᾶς Ρώμης δεδώκασι τῷ τῆς Νέας Ρώμης, καί οἱ ἐν Τρούλλῳ, κανόνι λστ΄, λέγουσι τῶν ἴσων τῷ Ρώμης ἀπολαύειν πρεσβείων τόν Κωνσταντινουπόλεως. Τάξιν δέ, διατί καί ἐκεῖνοι καί τοῦτοι ἐν τοῖς αὐτοῖς κανόσι δεύτερον μετά τόν Ρώμης λέγουσι τόν Κωνσταντινουπόλεως, οὐχί δεύτερον τῇ τιμῇ, ἀλλά δεύτερον τῇ τάξει τῆς τιμῆς». Περί αὐτοῦ ἐπίσης ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων σαφέστερα γράφει: «πολλαί αἱ μείζους παροικίαι, πολλαί αἱ Ἐκκλησίαι, πολλοί οἱ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἡγεμόνες, καί Πρόεδροι, καί Ἄρχοντες, οὐδείς δέ ἐστιν ἐν αὐτοῖς Ἡγεμών τῶν Ἡγεμόνων, ἤ Πρόεδρος τῶν Προέδρων, ἤ Ἄρχων τῶν Ἀρχόντων· ὥστε ἐκ τούτων τῶν Ἀρχόντων καί Ἡγεμόνων καί Προέδρων εἷς ἐστι καί ὁ Ρώμης, ἰσότιμός τε καί ἰσοδύναμος, καί οὐδέν πλέον» . Μεταξύ τῶν Προέδρων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν οὐδείς μείζων, ἀλλά μόνον ἕνας πρωτοκάθεδρος, ὁ ὁποῖος κατά τούς ἱερούς Κανόνες εἶναι τώρα (μετά τό σχίσμα τοῦ 1054 καί τήν δογματική ἔκπτωση τῆς Ρώμης) ὁ Κων/πόλεως».
Κατά ταῦτα τό Σεπτόν Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἠδύνατο νά χορηγήσῃ Αὐτοκεφαλία εἰς Ἐκκλησιαστικήν Δομήν, ἡ ὁποία τό ζητεῖ καί ἡ ὁποία πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά εἰς τήν συγκεκριμένην περίπτωσιν τῆς Οὐκρανίας, παρ’ὅτι αὐτή ἡ ἀνεξάρτητος κρατική πλέον ὀντότης εἶχε τό κανονικόν δικαίωμα ἡ κανονική της Ἐκκλησία νά ἐκζητήσῃ τήν χορήγησιν καθεστῶτος Αὐτοκεφαλίας, κατά τάς διατάξεις τοῦ ΙΖ΄ Ἱ. Κανόνος τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαγορευούσης· «Εἰ δὲ καί τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω», ἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, ἡ ὁποία μέ ἀπόφασιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ἀπό τό 1686 διοικεῖται ἀπό τό Πατριαρχεῖον Μόσχας καί σήμερον ἔχει καθεστώς αὐτονομίας χορηγηθέν ἀπό τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν, δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει τήν ἀνακήρυξίν της εἰς Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν.
Εἰς τό σημεῖον αὐτό παραπέμπομεν εἰς τήν ἐμπεριστατωμένην μελέτην τοῦ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρ. π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου, παρατιθέμενοι ἐπίλεκτα ἀποσπάσματα αὐτῆς:
« ... Δύο κρίσιμες χρονολογίες: α) Τὸ ἔτος 1593 μὲ ἀπόφαση τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀνακηρύσσεται σὲ Πατριαρχεῖο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί β) τὸ ἔτος 1686-1687 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Δ΄ μὲ Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη «ἀποφαίνεται ἳνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιέβου εἴη ὑποκειμένη ὑπὸ τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Μεγάλης καὶ θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας»· σὲ ἐπιστολὴ του ὁ Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ «πρὸς τοὺς βασιλεῖς τῆς Ρωσίας» διευκρινίζει γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει παρερμηνεία: «ἡ Μητρόπολις αὕτη Κιόβου ἔστω ὑποκειμένη ὑπὸ τὸν Ἁγιώτατον Πατριαρχικόν τῆς Μοσχοβίας θρόνον, καὶ οἱ ἐν αὐτῇ ἀρχιερατεύοντες, ὃ τε ἤδη καὶ ὁ μετὰ τοῦτον, γινώσκωσι γέροντα καὶ προεστῶτα αὐτὸν τὸν κατὰ καιροὺς Πατριάρχην Μοσχοβίας ὡς ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονούμενοι»...


3. Στὸ ἐρώτημα ἂν ὑπάγεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρωσίας ἔχει ἀποφανθεῖ καὶ ἡ πανορθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, ὅπως ἔχει καταγραφεῖ στὰ κατ’ ἔτος ἐκδιδόμενα «Ἡμερολόγια» ἢ «Δίπτυχα» ἢ «Ἐπετηρίδες» τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὅλες, χωρὶς καμία ἐξαίρεση, οἱ κατὰ τόπους Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ τὰ Πατριαρχεῖα ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπάγεται στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Μόσχας. Ὅλες, χωρὶς καμία ἐξαίρεση, οἱ Ἐκκλησίες θεωροῦν ὡς μοναδικὸ κανονικὸ Μητροπολίτη Κιέβου τὸν Ὀνούφριο, ποὺ ὑπάγεται στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Μὲ αὐτὸν καὶ τὴν περὶ αὐτὸν Σύνοδο καὶ μόνο εἶχαν κοινωνία στὰ διορθόδοξα καὶ πανορθόδοξα συλλείτουργα καὶ στὶς Ἐπιτροπὲς ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Αὐτὴ ἡ ὁμοφωνία ἐκφράζει τὴν πανορθόδοξη-οἰκουμενικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ὁποία κανένας δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ περιφρονήσει χωρὶς σοβαρὲς συνέπειες».
Ὡσαύτως ἐνδιαφέρουσα τυγχάνει ἡ διερεύνησις ὑπό τῆς ὡς ἄνω μελέτης τοῦ π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου τῆς κανονικῆς ἐξαρτήσεως τῆς Μητροπόλεως Κιέβου:
«Τὸ ζητούμενο, λοιπόν, εἶναι τί γίνεται ἀπὸ τὸν 16-17ο αἰ. μέχρι τὸν Ἀπρίλιο 2018, ποὺ ἀνακοινώνεται ἐπίσημα ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος σκέπτεται νὰ ἐκχωρήσει τὸ Αὐτοκέφαλο. Τί ἔχει συμβεῖ, λοιπόν, τοὺς τρεισήμισι τελευταίους αἰῶνες; Ποῦ ὑπάγεται ἡ Μητρόπολη Κιέβου καὶ γενικότερα ἡ Οὐκρανία σύμφωνα μὲ τὴν πανορθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἀλλὰ καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου;
1. Ἀκολουθώντας τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἰδίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἂς ἀναζητήσουμε τὶς ἀπαντήσεις ἀπὸ τὸν ἀδιάψευστο μάρτυρα τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τῶν Θρόνων, δηλ. τὰ «Συνταγμάτια», σὲ ποιὰ δικαιοδοσία ὑπάγεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Ἡ καταγραφὴ σὲ αὐτὰ εἶναι ἀκαταμάχητο στοιχεῖο γιὰ τὸ ποῦ ὑπάγεται ἐκκλησιαστικὰ ἡ Οὐκρανία.
i) «ΤΑΚΤΙΚΑ» (NOTITIA EPISCOPATUUM): Ἐνῶ λοιπὸν ὅλα τά σωζόμενα «Τακτικά» (Notitia Episcopatuum 10 – 20) [17] ἀπὸ τόν ια΄-ιε΄ αἰ. ἀναγράφουν τὴν ἐπαρχία τῆς Ρωσίας-Οὐκρανίας (ὡς Μεγάλη, ἢ Μικρὴ Ρωσία ἢ Κυέβου) ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ Τακτικὸ 21 τοῦ ιστ΄ αἰ. δὲν ἀναφέρει τὴ Ρωσία ἢ τήν Οὐκρανία στὶς ὑποκείμενες στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐκκλησιαστικὲς ἐπαρχίες!
ii) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ (1715): Ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος (Νοταρᾶς) στὸ περίφημο Συνταγμάτιό του (σ. ξστ-ξθ) ἀναφέρει λεπτομερῶς τὶς ὑπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησιαστικὲς ἐπαρχίες, στὶς ὁποῖες δὲν περιλαμβάνει τὴ Μητρόπολη Κιέβου ἢ ἄλλη ἐπισκοπή τῆς Οὐκρανίας.
Ἐπιπλέον, ἀπὸ τὴ σελ. ογ κ.ἑξ. ἀναφέρεται στά «περὶ τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ Θρόνου τῆς Μοσχοβίας». Ἀρχικὰ μνημονεύει πῶς δόθηκε στὴ Μόσχα ἡ πατριαρχικὴ ἀξία καὶ τιμὴ (σ. ογ-οδ) καὶ ἀκολούθως στὶς σελ. οδ-οε ἀναφέρεται στὰ ὅρια τῆς «Μοσχοβίας» στὰ ὁποῖα περιλαμβάνει καὶ τὴν Οὐκρανία. Τὸ ἑπόμενο κρίσιμο κεφάλαιο ποὺ ἐπιγράφεται «Περὶ τῶν ὑποκειμένων Θρόνων τῷ πατριάρχῃ Μοσχοβίας» (σελ. οστ κ.ἑξ.) ἀναφέρει τὸ Κίεβο καὶ τὴ Γαλικία («Ὁ Κιοβίας καὶ Ἁλικίας») καθὼς καὶ ἄλλες περιοχὲς τῆς Οὐκρανίας («Μεγάλης Νοβογορονδίας», «Σουσδαλίας», «Τσερνιγβίας», «Χολμογορίας» κ.ἂ.) ὡς ὑπαγόμενες ἐκκλησιαστικὰ στὸν Πατριάρχη Μόσχας! Τέλος, στὴ σελ. οζ ἀναφερόμενος «περὶ τῶν προνομίων τῶν κατὰ τὴν Μοσχοβίαν Ἀρχιμανδριτῶν» ἀπαριθμεῖ στοὺς «ἐπισημοτέρους Ἀρχιμανδρίτες» τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ Οὐκρανοὺς Ἀρχιμανδρίτες ἐν οἷς πρῶτος «Ὁ τοῦ Κιεβοπετζερσκίου» καὶ ἀκολουθοῦν ἄλλοι ἀπὸ τὴν Οὐκρανία (π.χ. «Ὁ τῆς Τζερνιγοβιγίας»).
Συμπερασματικά: Ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ., ὅπως ἔχει καταγραφεῖ τὸ 1715 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Χρύσανθο στὸ Συνταγμάτιό του, θέλει χωρὶς καμία ἔνσταση ἢ ἔστω ἁπλὴ ἐπιφύλαξη τὴν ἐπαρχία τοῦ Κιέβου καὶ τῆς Οὐκρανίας νὰ ὑπάγεται ἐκκλησιαστικὰ στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας καὶ ὄχι στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Σημειώνεται ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ καμία ἔνσταση κατὰ τοῦ Συνταγματίου τοῦ Χρυσάνθου ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
iii) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟ 1855: Σύμφωνα μὲ τὸ «Συνταγμάτιο περὶ τῆς τάξεως τῶν πατριαρχικῶν Θρόνων καὶ τῶν Αὐτοκεφάλων Συνόδων», ἐν Ἀθήναις 1855, σελ. 3-12 δὲν ὑπάγεται στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἡ Μητρόπολη Κιέβου καὶ ἡ περιοχὴ τῆς Οὐκρανίας. Στὶς σελ. 16-18 τοῦ Συνταγματίου ἀναγράφεται «Ὁ Κιέβου καὶ Γαλικίας» ὡς Μητροπολίτης «Ἐπαρχίας πρώτης τάξεως» τῆς «Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας» καθὼς καὶ ἄλλες ἐπαρχίες τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας!
iv) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟ 1896: Στό «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟΝ τῶν ὑπὸ τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον Μητροπολιτῶν καὶ Ἐπισκόπων» ποὺ ἐξεδόθη «ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου» τὸ 1896, δὲν ἀναφέρεται ἡ Μητρόπολη Κιέβου ἢ ἄλλη περιοχὴ τῆς Οὐκρανίας ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία ὑπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπίσης, καμία ἱερὰ Μονὴ τῆς Οὐκρανίας δὲν ἀναγράφεται στὸν κατάλογο τοῦ Συνταγματίου μὲ τίτλο «Αἱ τῷ Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ ὑποκείμεναι σταυροπηγιακαὶ Μοναὶ» (σελ. 13-17).
v) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟ 1902 · «ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου»: Στὸ «ἐν χρήσει ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟΝ τῶν ὑπὸ τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον Μητροπολιτῶν καὶ Ἐπισκόπων» ποὺ ἐξεδόθη «ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου» τὸ 1902, δὲν ἀναφέρεται ἡ Μητρόπολη Κιέβου ἢ ἄλλη περιοχὴ τῆς Οὐκρανίας ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία ὑπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπίσης, καμία ἱερὰ Μονὴ τῆς Οὐκρανίας δὲν ἀναγράφεται στὸν κατάλογο τοῦ Συνταγματίου μὲ τίτλο· «Αἱ τῷ Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ ὑποκείμεναι σταυροπηγιακαὶ Μοναὶ» (σελ. 13-17). Μόνο τό «Μετόχιον Πατριαρχικὸν ἁγίου Σεργίου» ἐν Μόσχᾳ καταχωρεῖται (σελ. 17).
vi) Οἱ Γ. Ράλλης-Μ. Ποτλῆς στὸ περίφημο ἔργο τους· «Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων» (α΄ ἔκδοση 1855) ἐδημοσίευσαν τὴν «Τάξιν τῶν Θρόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ δὲν περιλαμβάνουν τὴν Οὐκρανία στὶς ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλὰ στὴν «Αὐτοκέφαλο Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας». Ὅπως δηλώνουν ἀντλοῦν τὰ στοιχεῖα τους ἀπὸ τὰ Συνταγμάτια.
vii) Τὸ κατ’ ἔτος ἐκδιδόμενο «Ἡμερολόγιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» ἢ ἀπὸ τὸ 2015 κ.ἑξ. ἡ «Ἐπετηρὶς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» μέχρι καὶ τοῦ ἔτους 2018 ἀναγράφει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπάγεται κανονικῶς στὴ Μόσχα. Καμία ἀναφορὰ ὅτι τὸ Κίεβο ὑπάγεται ἐκκλησιαστικὰ στὴν Κωνσταντινούπολη!
Συμπερασματικά, ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ κανονικὴ συνείδηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μέχρι καὶ τὸ 2018, ὅπως καταγράφεται μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο καὶ ἀδιαμφισβήτητο τρόπο στὰ ἐπίσημα «Συνταγμάτια», «Ἡμερολόγια» καὶ «Ἐπετηρίδες», τὰ ὁποῖα τὸ ἴδιο τό Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχει ἐκδώσει ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸ δικό του ἐν Κωνσταντινουπόλει «Πατριαρχικὸν Τυπογραφεῖον» προκύπτει ὅτι δὲν θεωροῦσε μέχρι τὰ μέσα 2018 ὡς κανονικό του ἔδαφος τὴν Οὐκρανία, τὴν ὁποία ἀναγνώριζε μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο καὶ σαφῆ τρόπο ὅτι ὑπάγεται στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρωσίας».
Δέν χωρεῖ οὐδεμία σύγκρισις τοῦ χορηγηθέντος Αὐτοκεφάλου εἰς τούς σχισματικούς καί παρασυναγώγους τῆς Οὐκρανίας μέ τήν κανονικήν χορήγησιν ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ καθεστῶτος τῆς Αὐτοκεφαλίας εἰς τάς Κανονικάς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Πολωνίας, τῆς Ἀλβανίας καί τῆς Τσεχίας-Σλοβακίας. Τήν Αὐτοκεφαλίαν τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπεδίωκον ὁ δυτικόφιλος τέως Πρόεδρος τῆς Χώρας Πέτρος Ποροσένκο, τό Κοινοβούλιον καί αἱ δύο σχισματικαί Δομαί: ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», ἡ ὁποία ἀπεσπάσθη τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικόν Πατριαρχεῖον, μέ σκληράς ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, ἔχουσα ἐπικεφαλῆς τόν καθῃρημένον καί ἀναθεματισμέ-νον πρῴην Μητροπολίτην Κιέβου, Μοναχόν Φιλάρετον (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», ἡ ὁποία ἐδημιουργήθη τό 1921 ἀπό τάς Σοβιετικάς Ἀρχάς μέ τόν ψευδεπίσκοπον Βασίλειον Λιπκίβσκυ, ὁ ὁποῖος ἐχειροτονήθη ἀπό «ἱερεῖς καί λαϊκούς»!!! καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητάς τῆς Χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε δῆθεν «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν». Μετά ταῦτα δέ ἀνεβίωσε τό 1980 καί διῳκεῖτο ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενον ὡς «Μητροπολίτην Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριον Μάλετιτς, καθῃρημένον πρῴην Ἱερέα τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, «χειροτονημένον» ψευδεπίσκοπον ἀπό καθῃρημένον Ἐπίσκοπον καί ἀπό τόν καθῃρημένον Διάκονον τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας Βικέντιον-Βίκτωρα Τσεκάλιν, τραγικόν πρόσωπον μέ πλούσιο «ἱστορικόν» ὡς «Ὀρθόδοξος» ψευδεπίσκοπος, Οὐνίτης, Προτεστάντης Πάστορας, κατεγνωσμένος δικαστικῶς παιδεραστής, συνταξιοδοτηθείς ὡς φρενοβλαβής ἐν Αὐστραλίᾳ. Τό Σεπτόν Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ex tunc «ἀποκατέστησε» εἰς τήν κανονικήν τάξιν τάς δύο αὐτάς σχισματικάς «Ἐκκλησιαστικάς» Δομάς μέ τούς ἐπικεφαλῆς των, τῶν ὁποίων τήν κανονικήν κατάστασιν ἀνεγνώρισε πρότριτα ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία δίχα ψηφοφορίας.
Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἐλλογιμώτατος Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Δογματικῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης ἐπάγεται εἰς τήν ἀπό τοῦ παρελθόντος Σεπτεμβρίου ἐ.ἔ. εὐθαρσῆ καί ὁμολογιακήν ἐπιστολήν αὐτοῦ πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τά ἀκόλουθα: «Πρῶτα, δηλαδή, θά πρέπει νά ἐξεταστεῖ, ἄν τό «μόρφωμα» αὐτό πληροῖ τίς προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητας. Ἄν, ἀντίθετα, ἀναγνωριστεῖ τό «Αὐτοκέφαλό» του, τότε αὐτομάτως ἀναγνωρίζεται καί ἡ ἐκκλησιαστική «νομιμότητα» τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς γνωστόν, γιά τήν Σχισματική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἔχει προηγηθεῖ Πανορθόδοξη καταδίκη μέ καθαιρέσεις καί ἀφορισμούς. Αὐτή ἡ Πανορθόδοξη καταδίκη δέν ἔχει ἀνακληθεῖ. Τελευταῖα, μέ Τόμο Αὐτοκεφαλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (11-1-2019), ἔγινε μιά ἁγιοπνευματικοῦ καί ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα θεσμική ὑπέρβαση, πού δημιουργεῖ εὔλογα ἐρωτήματα γιά τήν ἐκκλησιαστική νομιμότητά της. Καί τοῦτο, ἐπειδή δέν τηρήθηκαν -ἀπ’ ὅσο τουλάχιστον γνωρίζουμε- θεμελιώδεις Ἁγιοπατερικές καί Ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις, πρᾶγμα πού δημιουργεῖ εὔλογες ἐνστάσεις γιά τήν Κανονικότητα τῶν ὅρων-πρoϋποθέσεων τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως, ἐφόσον ἀποδεδειγμένως δέν ἐκφράστηκε δημόσια μετάνοια καί ἀποκήρυξη τοῦ Σχίσματος. Μέ ὅσα λέμε στήν προκειμένη περίπτωση, δέν σημαίνει ὅτι ἀμφισβητοῦμε τήν θεσμική ἁρμοδιότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά παραχωρεῖ Αὐτοκεφαλία, μέ τήν συναίνεση βέβαια τοῦ ὅλου Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζομένης συνοδικά. Ἐδῶ, τίθεται μόνον τό θέμα τῶν ἔγκυρων προϋποθέσεων γιά τήν ἔκδοση τοῦ σχετικοῦ Τόμου. Κατά τήν Βιβλική μαρτυρία (Μθ. 4, 17, Α΄ Κορ. 5, 1-5 καί Β΄ Κορ. 2, 6-8 ), ἀλλά καί κατά τήν Ἁγιοπατερική καί Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἔνταξη ἤ ἡ ἐπανένταξη στό ἕνα καί ἀδιαίρετο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν βαθιά βίωση καί τήν εἰλικρινῆ ἔκφραση μετανοίας ἐκ μέρους τοῦ ὑπό ἔνταξη ἤ ἐπανένταξη μέλους ἤ τῆς εὐρύτερης Κοινότητας. Ἡ προϋπόθεση ἐκφράσεως τῆς μετανοίας δέν ὑπερβαίνεται, οὔτε ἀκυρώνεται ἀπό κανένα θεσμικό πρόσωπο ἤ θεσμικό ἐκκλησιαστικό φορέα. Δέν ὑπάρχει καμία Οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας, πού νά μπορεῖ νά ὑποκαταστήσει ἤ νά ἀκυρώσει τήν μετάνοια».
Εἰδικώτερον ὁ Μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο), Κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθῃρέθη, ὅπως προελέχθη, ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη διά τήν πρόκλησιν σχίσματος, ἀλλά καί δι’ ἑτέρας ἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας, ὁ δέ ἕτερος Μακάριος Μάλετιτς οὐδεμίαν κανονικήν χειροτονίαν κέκτηται, ὡς κατεδείξαμεν. Ἐν συνεχείᾳ συνεκροτήθη ἡ λεγομένη «Ἑνωτική Σύνοδος», ἡ ὁποία ἐξέλεξε ὡς «Προκαθήμενον» τόν «Μητροπολίτην» Ἐπιφάνιον (Σέργιον Ντουμένκο), ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνυπόστατον κανονικῶς «χειροτονίαν» ὑπό τοῦ καθῃρημένου καί ἀναθεματισμένου Μοναχοῦ Φιλαρέτου καί ἀκολούθως ἐχορηγήθη εἰς τήν προελθοῦσαν ἐξ ὅλων αὐτῶν τῶν ἀκύρων Κανονικῶς ἐνεργειῶν νέαν Δομήν τό καθεστώς τῆς Αὐτοκεφαλίας.
Τό κρίσιμον, ἑπομένως, θέμα, τό ὁποῖον τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως εἰς τό συγκεκριμένον ζήτημα εἶναι, ἐάν αἱ ἀποφάσεις τελείας Συνόδου, προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου, ὡς εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, εἶναι ἀνέκκλητοι ἤ δύνανται νά ἐκκληθοῦν ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς Συνόδου. Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν Οἰκουμενικήν Ἐκκλησίαν μετά τήν Σύνοδον τῆς Σαρδικῆς καί τούς Κανόνας Αὐτῆς Γ΄, Δ΄ καί Ε΄, εἰς τήν ὁποίαν μετεῖχον οἱ Δυτικοί Ἐπίσκοποι καί προήδρευσε ὁ Ὅσιος Κορδούης, συγκροτηθείσης ἐν ταὐτῷ καί Συνόδου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐπισκόπων εἰς τήν σημερινήν Φιλιππούπολιν. Πρῶτος ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος, ἐπικαλούμενος τούς Κανόνας τῆς Σαρδικῆς, ὡς Κανόνας δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἠξίωσε τήν ἀποκατάστασιν τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν Ἐπίσκοπον Sicca Οὐρβανόν Πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου. Οἱ ἀφρικανοί Ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τῶν διαδόχων του Βονιφατίου καί Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενον δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως, ἡ ἐν Καρθαγένῃ Τοπική Σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ΄ (31) Κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαραλλάκτως καί μέ τόν ΡΛΔ΄ (129) Κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου ἐνομοθέτησεν: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν». Καί τό ἀπολύτως σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ Κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπεκυρώθησαν ὡρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ Κανόνα τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἑπομένως ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ Κανόνων τῆς Σαρδικῆς ὁριζόμενα ἀφεώρων εἰδικόν προνόμιον, τό ὁποῖον ἀπενεμήθη εἰς τόν τότε Ὀρθόδοξον Ἐπίσκοπον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑποκειμένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι ἀνάθεσις ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας εἰς αὐτόν. Σχετικῶς ὁ Ζωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου ἐστίν ὁ Κανών, οὔτε πάσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησιν αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239).
Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης διά προνόμιον ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἔγιναν δεκταί αἱ κανονικαί διατάξεις τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης διά τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζωνται οἱ Κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος, οἱ ὁποῖοι θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των. Εἰς τήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἐπί τῇ βάσει τῶν Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», εἰς προσβολήν δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογήν τοῦ ΚΗ΄Ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ Κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως (τότε) τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ (σήμερον) ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Τόσον ὁ Θ΄ ὅσον καί ὁ ΙΖ΄ Ἱ. Κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικόν εἰς τήν ἰδίαν κανονικήν πρόβλεψιν διά τόν Ἔξαρχον τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς. Ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ Κανόνες διά τόν Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτην δικαστικήν ἁρμοδιότητα καί ἕτερον βαθμόν δικαιοδοσίας. Ἔξαρχος δέ τῆς Διοικήσεως σήμερον εἶναι ὁ Πρόεδρος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικῶς: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη· «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κἀκεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνᾴδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», εἰς δέ τήν «Ἐπαναγωγήν» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260)· «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων». Ὁ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος δέ εἰς τά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι». Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κατά τό Κανονικόν μας Δίκαιον τελείαν Σύνοδον καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκασιν κανονικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος, δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῇ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικόν Δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Ὑπομνηματίζων δέ ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἰς τάς σελ. 192-193 «Πηδάλιον» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998 καί «ἀπαντῶν» εἰς τόν ἐξωμότην καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί εἰς τούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστάς Βίνιον καί Βελαρμῖνον, ἀναφέρεται εἰς τό ζήτημα μέ ἐξαίρετον κανονικήν ἀνάλυσιν λέγων χαρακτηριστικῶς: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κων/νουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιο, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο. Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)· β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς. Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνᾴδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὤν τῶν ἐκκλησιαστικῶν · ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει. Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄, κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος. Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ὁ ιζ΄ αὐτῆς σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα».
Συνεπῶς κανονικόν δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῶν ὑποθέσεων τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου (Ντενισένκο), καί τοῦ καθηρῃμένου Πρεσβυτέρου τῆς ἰδίας Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς Νικολάου Μάλετιτς φερομένου ὡς «Μητροπολίτου Μακαρίου», μετά τάς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικόν τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἶδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν», ἀναγνωρίζων, ὡς Κανονολόγος, τήν ἀρχήν τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν, γεγονός τό ὁποῖον ἐπανέλαβε καί μετά εἰς τό γράμμα του διά τόν ἀναθεματισμόν τοῦ ἰδίου, τοῦ Φιλαρέτου (Ντενισένκο), (1997) πρὸς τὸν Πατριάρχην Μόσχας: «Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως, ἀνεκοινώσαμεν ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ’ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ προετρεψάμεθα αὐτὴν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν ἔχῃ τουντεῦθεν μετὰ τῶν εἰρημένων».


4. Οἱ Ἱ. Κανόνες Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθιέρωσαν, ὡς προείπομεν, τόν ἴδιον βαθμόν δωσιδικίας διά τόν Ἔξαρχον τῆς Διοικήσεως (σημερινόν Πρόεδρον τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου) καί διά τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην-Ἀρχιεπίσκοπον Κων/νουπόλεως καί μέ αὐτήν τήν κανονικήν ρύθμισιν δέν ἀνίδρυσαν μείζονα δικαιοδοσίαν δι’ οὐδένα Πατριαρχικόν Θρόνον. Συνεπῶς ὁ καταδικασθείς ὑπό τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου δέν ἔχει τό δικαίωμα προσφυγῆς εἰς ἄλλην Πατριαρχικήν Σύνοδον παρά μόνον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Σύνοδον καί ἀκριβῶς αὐτήν τήν ἀρχήν ἐναργέστερον ἐνομοθέτησε ἡ Ἁγία Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τήν διά τοῦ Β΄ Ἱ. Κανόνος Της ὀνομαστικῶς ἐπικύρωσιν τῶν Κανόνων τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, ἡ ὁποία, ὅπως ἀναφέρεται, ἀπέρριψε τήν ἀπαίτησιν γενικῆς δωσιδικίας τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης καί συνεπῶς κάθε ἑτέρου Πατριάρχου ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, ὁ νεώτερος Ἱ. Κανών, ὁ Β΄ τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὡρισμένως ἐκύρωσε τούς Ἱ. Κανόνας τῆς Καρθαγένης καί ὡς νεωτέρα κανονική δικονομική διάταξις τροποποιεῖ κάθε παλαιοτέραν καί κατισχύει αὐτῆς, ὅπως εἰς κάθε δικαιϊκόν σύστημα ἰσχύει καί ὡς καταδεικνύεται ἀπό τήν ἐπί τοῦ ὄρους Ὁμιλίαν τοῦ Κυρίου· «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως·» (Ματθ. 5,33-34).
Τό προκύπτον συμπέρασμα ἐκ τῆς κανονικῆς αὐτῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ρυθμίσεως διά τήν περίπτωσιν τῆς Οὐκρανίας εἶναι ὅτι ἐσφαλμένως καί ἄνευ κανονικῆς ἁρμοδιότητος καί δωσιδικίας ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξεδίκασε ἐκκλήτους καί ἔκρινε ἐπί τελεσιδίκων κανονικῶν ὑποθέσεων πρῴην κληρικῶν ἄλλης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἁρμοδίως κατέχει τούς δικαστικούς φακέλους τῶν ἐν θέματι τιμωρηθέντων Κληρικῶν , τό περιεχόμενον τῶν ὁποίων ἔδει νά ληφθῇ ὑπ’ὄψιν τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἁγίας καί Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἐπιληφθείσης τῆς Κανονικῆς ὑποθέσεως αὐτῶν ἀναρμοδίως, τροποποιοῦσα καί ἀκυρώνουσα ἀποφάσεις τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου χωρίς σχετικήν κανονικήν ἁρμοδιότητα. Ἑπομένως αἱ ἀποφάσεις κανονικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν καθῃρημένων, ἀναθεματισμένων καί ἀχειροτονήτων τῶν δύο σχισματικῶν Δομῶν τῆς Οὐκρανίας, αἱ ὁποῖαι προηγήθησαν τῆς χορηγήσεως τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας εἶναι προδήλως ἄκυροι καί συνεπῶς ἡ Ἀπόφασις χορηγήσεως καθεστῶτος Αὐτοκεφαλίας, εἰς ἀνύπαρκτον Κανονικῶς Ἐκκλησίαν, ἀπαρτιζομένην ἀπό λαϊκούς ἐν σχίσματι, ἀποβαίνει καί αὐτή ἄκυρος.
Αὐτά ἀσφαλῶς πρέπει νά καταγνωσθοῦν πλέον ὑπό Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία δι’ἐνεργειῶν Ὑμῶν τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον, πρέπει τάχιστα νά συνέλθῃ διά νά ἀντιμετωπισθῇ αὐτό τό δυσεπίλυτον ζήτημα, τό ὁποῖον δυστυχῶς οὐδείς θέτει εἰς τήν πραγματικήν κανονικήν του βάσιν καί κυρίως νά ἀντιμετωπισθῇ ὁ μέγιστος κίνδυνος διασπάσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, μέ ἀπροβλέπτους συνεπείας διά τήν εὐστάθειαν τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Παναγιώτατε καί Μακαριώτατοι ἅγιοι Προκαθήμενοι,
Ταπεινῶς αἰτούμεθα, ὡς μέλη τῆς Πανορθοδόξου Ἱερᾶς Συνόδου, ὅπως σύμπασα ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία, συναθροισθησομένη διά τῶν Κανονικῶν Ἐπισκόπων Της ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἐπιληφθῇ ἐν Πανορθοδόξῳ (τό ὀρθότερον ἐν Οἰκουμενικῇ Ἁγίᾳ Συνόδῳ) τοῦ φλέγοντος καί πολυπλόκου ἀπό κανονικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς πλευρᾶς ζητήματος τοῦ εἰς οὕς καί δι’ οἵου τρόπου δοθέντος Οὐκρανικοῦ Αὐτοκεφάλου, παραθεωρηθείσης τῆς Κανονικῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐν Οὐκρανίᾳ καί «ἀποκατασταθέντων», ὡς μή ὤφελε καί ἀναρμοδίως, τῶν σχισματικῶν, καθῃρημένων, ἀναθεματισμένων καί ἀχειροτονήτων «κληρικῶν», συγκροτησάντων τήν νέαν «Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας», τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ «πέτραν σκανδάλου» καί ἀναστατώνει τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα τῶν κατά τόπους Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
Ἐπί δέ τούτοις, ὑποσημειούμενοι εὐλαβῶς, διατελοῦμεν,

Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ


Οἱ Μητροπολῖται


+ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ
+ Μητροπολίτης Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
+ Μητροπολίτης Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων ΣΕΡΑΦΕΙΜ
+ Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας ΚΟΣΜΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς απαντά για την αναθεώρηση του Συντάγματος σε ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25.

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 22ᾳ  Νοεμβρίου 2019

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΕ ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ ΚΑΙ ΜΕΡΑ25.

 

Παρηκολούθησα τό κοινοβουλευτικό ἔργο τῆς ἀναθεωρητικῆς Βουλῆς γιά τήν ψηφιζομένη τήν Δευτέρα 25/11 ἀναθεώρηση ἄρθρων τοῦ Συντάγματος καί διεπίστωσα τήν παραπληροφόρηση, τήν ἀπόκρυψη καί τήν στρέβλωση τῆς νομικῆς πραγματικότητος καί τοῦ ἰσχύοντος νομικοῦ πλαισίου πού συλλύβδην οἱ 4 κομματικοί σχηματισμοί τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ καί ΜΕΡΑ25 ἐπεχείρησαν. Εἶναι πασίδηλο τό γεγονός ὅτι ἡ ἀπελθούσα Κυβέρνηση τοῦ ΣΥΡΙΖΑ εἶχε ἐνορχηστρώσει «πογκρόμ» κατά τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, κινουμένη ἀπό τίς ἐμμονικές ἰδεοληψίες καί ἐμπάθειές της, ἴσως καί ἀπό ἔξωθεν ἐντολές τοῦ γνωστοῦ διεθνιστικοῦ λόμπυ κατά τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, τόσο μέ τήν πρόταση ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος πού διαμόρφωσε καί ἐψήφισε, ὅσο καί μέ τά 15 σημεῖα τῆς γνωστῆς συμφωνίας Ἐκκλησίας-Πολιτείας.

Μέ τήν πρόταση ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 3 πού διαμόρφωσε δόλια καί μέ μεθοδεία ἡ Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, διαστρέβλωσε σκοπίμως τίς ἔννοιες τοῦ Κράτους καί τοῦ Ἔθνους θέτουσα ὡς πρόταγμα τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, τήν οὐδετεροθρησκεία, ἐνῶ οἱ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 3 ρυθμίζουν δικαιοπολιτικά τίς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τό ὁμόθρησκο Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων καί τήν Ἐκκλησία Του καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς διεθνές Νομικόν Πρόσωπον καί δηλώνουν τόν σεβασμό τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας πρός τή διαμορφωμένη κατά τό κανονικό δίκαιο σχέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (δογματική ἑνότητα, καθεστώς Νέων Χωρῶν, Κρήτης, Δωδεκανήσου, ἀλλά καί Ἁγίου Ὅρους σύμφωνα μέ τίς εἰδικότερες προβλέψεις τοῦ ἄρθρου 105). Γιά τήν ἀκρίβεια, τό Σύνταγμα εἰσάγει δύο διαφορετικά συστήματα σχέσεων Kράτους καί Ἐκκλησίας. Ἕνα σύστημα συνταγματικῶς ρυθμισμένων σχέσεων (πού ἐξειδικεύει ὁ Νόμος 590/1977) μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἕνα σύστημα ὁμοταξίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τό ἄρθρο 3 λειτουργεῖ προστατευτικά διά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν διεθνῆ νομική καί κανονική του θέση, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἰδιαίτερων Ἐκκλησιαστικῶν καθεστώτων, στήν Ἑλλάδα πού τό ἀφοροῦν εὐθέως. Μέ ἕνα λόγο τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος ρυθμίζει τίς σχέσεις ὅπως ἀναφέρθηκε Ἐκκλησίας καί Ἑλληνικοῦ Ἔθνους  ἀναγνωρίζει μέ τόν νομικό ὅρο τῆς «ἐπικρατούσης θρησκείας» τό «ὁμόθρησκο» τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐκ τοῦ ὁποίου προκύπτει καί πηγάζει τό κανονιστικό περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου 3 μέ ὅ,τι αὐτό δικαιοπολιτικῶς συνεπάγεται (θρησκευτικά σύμβολα, θρησκευτικές ἑορτές, ἀργίες, ἐκκλησιοποίηση τοῦ Ἔθνους, μάθημα θρησκευτικῶν κατά τίς ἐπιταγές τοῦ ἄρθρου 16.2 τοῦ Συντάγματος).

Μέ τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος, πού ἀνήκει στά μή ἀναθεωρητέα ἄρθρα, καθιερώνεται ρητῶς ἡ προστασία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως ὅλων τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν καί ἡ ἰσότιμος θέση αὐτῶν ἔναντι τοῦ Κράτους ἀσχέτως τῆς οἱασδήποτε θρησκευτικῆς ἤ μή παραδοχῆς των καί δι’αὐτῶν καθιερώνεται ὄχι ἡ ἀρχή τῆς ἀνεξιθρησκείας, πού σημαίνει ἁπλή ἀνοχή, ἀλλά ἡ ὑπερτέρα αὐτῆς, ἀρχή τῆς θετικῆς συμβολῆς τοῦ Κράτους καί τῶν ὀργάνων Του ἰσοτίμως ὑπέρ ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν κατά τό Σύνταγμα, (τῶν θρησκειῶν πού δέν ἔχουν κρύφια δόγματα καί ἡ λατρεία τους δέν ἀντίκειται στήν δημόσια τάξη καί τά χρηστά ἤθη) καί ἑπομένως ὅπως θά καταδειχθεῖ μέ τήν παράθεση τῶν σχετικῶν νομικῶν πλαισίων, τό Ἑλληνικό Κράτος ἀπό τοῦ ἔτους 1885 μέ τήν ἀναγνώριση ὡς Δημοσίων Ὑπηρεσιῶν τῶν Μουσουλμανικῶν Μουφτειῶν καί ἀπό τοῦ ἔτους 1920 μέ τήν ἐπικαιροποίηση τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν Μουσουλμανικῶν Μουφτειῶν καί τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων ὡς ΝΠΔΔ, εἶναι ἀπολύτως οὐδετερόθρησκο. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ παραπληροφόρηση, ἡ ἀπόκρυψη καί ἡ στρέβλωση τῶν κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ καί ΜΕΡΑ25 διότι παρασιωποῦν, ἀποκρύπτουν καί διαστρεβλώνουν τήν ὑφιστάμενη στήν ἔννομη τάξη τῆς Χώρας, νομική πραγματικότητα, ὅτι τό Ἑλληνικό Κράτος εἶναι ΟΥΔΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟ ἐνῶ τό Ἑλληνικό Ἔθνος εἶναι ΟΡΘΟΔΟΞΟ. Συνεπῶς δέν ἀπαιτεῖται οὔτε πρόταγμα περί οὐδετεροθρησκείας στό ἄρθρο 3, οὔτε ἑρμηνευτική δήλωση, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι χωρισμένη ἀπό τό Ἑλληνικό Κράτος καί ὑφίστανται διακριτότατοι ρόλοι, γι’ αὐτό ἄλλωστε τό Ἑλληνικό Κράτος νομοθετεῖ ἐλεύθερα εἰς βάρος τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας (Πολιτικός γάμος, ἀποποινικοποίηση μοιχείας καί παρά φύσιν ἀσέλγειας, νομιμοποίηση ἀμβλώσεων, πολιτική κηδεία, καύση νεκρῶν, αὐτόματο διαζύγιο, σύμφωνο συμβίωσης ἀκόμη καί τῶν «ὀπαδῶν» τῆς ἀνατροπῆς τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας, ἀποποινικοποίηση κακόβουλης βλασφημίας κλπ). Ἡ παραπληροφόρηση, συνίσταται στό γεγονός ὅτι δέν ἐξηγεῖται στό λαό μας ἡ ὑφισταμένη νομική κατάσταση, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΝΠΔΔ μόνο πρός τίς νομικές Της σχέσεις καί ὅτι οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες στήν Ἑλλάδα εἶναι Δημόσιες Ὑπηρεσίες, δηλ. σέ προνομιακή κατάσταση ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο εἶναι ὡσαύτως ΝΠΔΔ. Κατά ταῦτα ὁ χωρισμός Ἐκκλησίας Πολιτείας πού «εὐαγγελίζονται» ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ (μέ τήν ἑρμηνευτική δήλωση πού ζητᾶ), ΚΚΕ, καί ΜΕΡΑ25 σημαίνει οὐσιαστικῶς τήν κατάργηση τῆς νομικῆς προσωπικότητος Δημοσίου Δικαίου τῶν Νομικῶν Προσώπων τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή θά παραμείνουν Δημόσιες Ὑπηρεσίες οἱ 3 Μουσουλμανικές Μουφτεῖες τῆς Θράκης καί ΝΠΔΔ οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο. Ἑπομένως ὁ λαός μας δέν ἐρωτᾶται γι’αὐτήν τήν συγκεκριμένη ἀλλαγή, ἀλλά γιά κάποιον ἀδιευκρίνιστο «χωρισμό» πού ἐκ τοῦ Συντάγματος εἶναι ἤδη δεδομένος. Καί ἐδῶ ἀπαντοῦμε στό πρώην Πρόεδρο τῆς Βουλῆς ἀγαπητό κ. Βούτση.

Ἐπιπροσθέτως ἡ ἀπελθοῦσα Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μέ τήν δόλια πρότασή της στόχευε νά ἐπιτύχει τήν παγία θέση τῆς Ἀριστερᾶς ὅτι ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 3 ἔχει μόνο διαπιστωτικό καί ὄχι κανονιστικό περιεχόμενο, μέ ὅτι αὐτό δικαιοπολιτικῶς συνεπάγεται (κατάργηση συμβόλων, ἀπομείωση θρησκευτικῶν ἑορτῶν, ἀπεκκλησιοποίηση τοῦ Ἔθνους). Ἡ τυχόν ψήφιση αὐτῆς τῆς τρομακτικῆς ἀλλαγῆς, στίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας θά ἄνοιγε τόν δρόμο καί αὐτή ἦταν ἡ μεθόδευση τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, στά γνωστά στρατευμένα ὄργανα πού ἀποτελοῦν καλοπληρωμένες ὀργανώσεις «σφραγίδα» τοῦ συστήματος, ὅπως τοῦ Open Society Foundation τοῦ κ. G. Soros λ.χ., νά προσφύγουν στό δικαστικό σύστημα καί νά γκρεμίσουν  τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά σύμβολα καί τά προτάγματα τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, ὥστε τελικά νά καταργηθεῖ μέ δικαστικές ἀποφάσεις, ἐν τοῖς πράγμασι, τό ἄρθρο 3 καί νά μετατραπεῖ σέ ἁπλή διαπιστωτική δήλωση. Ἄλλωστε αὐτός, εἶναι ὁ «μύχιος» πόθος τῆς Ἀριστερᾶς, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν διανόηση της καί τήν σχετική ἀρθρογραφία της.

Στό σημεῖο αὐτό χρεωστοῦμε νά εἴπωμε ὅτι τό ἴδιο δόλια ἦταν καί ἡ Συμφωνία Ἐκκλησίας-Πολιτείας πού μετέβαλε τήν ὑποχρέωση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, γιά τήν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου ἔναντι τῆς διαρπαγείσης τεραστίας Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, σέ ἐπιχορήγηση μέ προφανῆ στόχευση τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Κοινοτικῶν Ὑποθέσεων τοῦ Λουξεμβούργου, νά τήν καταργήσει ὡς ἀντικειμένη στό Ἑνωσιακό Δίκαιο περί ἀνταγωνισμοῦ καί ταυτόχρονα ἡ Ἐκκλησία νά ἔχει παραιτηθεῖ τῶν κατοχυρωμένων δικαιωμάτων ἀποζημιώσεώς Της, μέ τρισεκατομμύρια εὐρώ μέ δύο Ἀποφάσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Στρασβούργου, γιά τήν διαρπαγεῖσα περιουσία 429 Μονῶν καί τήν διαρπαγεῖσα Ἐκκλησιαστική περιουσία ἕως τό 1939, ὅπως δόλια ἦταν καί ἡ μετονομασία τῆς ἐπιχορήγησης, σέ ἀφηρημένη ἀποζημίωση χωρίς τήν συνομολόγηση ἀνάλογης ποινικῆς ρήτρας.

Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρομε ὅτι ΝΠΔΔ εἶναι δυνάμει τῶν διάξεων τοῦ Ν. 2345/3.7.1920 (ΦΕΚ 148Α) ὡς τίθεται καί ἰσχύει μέ τόν Νόμο 3069/31.3.1924 (ΦΕΚ  71Α) καί τῶν διατάξεων τοῦ Ν. 1920/4.2.1991 (ΦΕΚ 11Α) οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες οἱ ὁποῖες εἶναι Δημόσιες Ὑπηρεσίες μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ Ν. 1920/4.2.1991 καί οἱ Μουφτῆδες μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθ. 1 παρ. 7 τοῦ ἴδιου Νόμου διορίζονται καί παύονται μέ Προεδρικό Διάταγμα ἐκδιδόμενο, μετά ἀπό πρόταση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καί Θρησκευμάτων καί δυνάμει τῶν ἄρθρ. 4 καί 5 τοῦ ἴδιου νόμου «οἱ διοριζόμενοι Μουφτῆδες καί οἱ τοποτηρητές εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι, κατέχουν θέση Γενικοῦ Διευθυντή καί λαμβάνουν ἀποδοχές Γενικοῦ Διευθυντή μέ βασικό μισθό τόν προβλεπόμενο γιά τό ἀνώτερο μισθολογικό κλιμάκιο (1ο ) τοῦ Ν. 1505/1984», «Ὁ Μουφτής ἀσκεῖ δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ἑλλήνων πολιτῶν τῆς περιφερείας του ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν, ἐπιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσείας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί τῆς ἐξ ἀδιαθέτου διαδοχῆς ἐφ’ ὅσον οἱ σχέσεις αὐτές διέπονται ἀπό τόν ἱερό μουσουλμανικό νόμο».

Ἴδιες ρυθμίσεις ἰσχύουν στήν Ἑλληνική ἔννομη τάξη καί γιά τίς Ἰσραηλιτικές κοινότητες μέ τούς Ν. 2456/2.8.1920 (ΦΕΚ 173Α), Ν. 1657/15.1.1951 (ΦΕΚ 20Α) καί Ν. 3817/7.3.1958 (ΦΕΚ 36Α) στούς ὁποίους ὁρίζεται στό ἄρθρο 1 τοῦ Ν. 2456 «Εἰς ἅς πόλεις κατοικοῦσι μονίμως πλείονες τῶν 20 Ἰσραηλιτικῶν οἰκογενειῶν  καί λειτουργεῖ Συναγωγή δύναται νά ἱδρυθῆ διά Β. Διατάγματος Ἰσραηλιτική Κοινότης ἀναγνωριζομένη ὡς ΝΠΔΔ», στό ἄρθ. 9 τοῦ ἴδιου Νόμου «Ἑκάστης κοινότητος προΐσταται θρησκευτικῶς εἷς Ἀρχιραβῖνος, διοριζόμενος καί ἀπολυόμενος διά Β. Διατάγματος προτάσει τῆς κοινότητος». Στό ἄρθ. 12 διαλαμβάνεται «Θρησκευτικό Δικαστήριο φέρον τόν τίτλον Μπεθ-ντίν» καί διοριζόμενον ὑπό τοῦ Ραββινικοῦ Συμβουλίου ἀποφαίνεται ἐπί...τῶν περιπτώσεων τῆς συστάσεως καί διαλύσεως τοῦ γάμου μεταξύ Ἰσραηλιτῶν, τῶν προσωπικῶν σχέσεων τῶν συζύγων συνεστῶτος τοῦ γάμου, περί διατροφῆς συζύγων καί τέκνων, περί ἀποδόσεως τῆς προικός καί τῶν παραφέρνων συνεπείᾳ διαζυγίου ἐφ’ ὅσον αἱ σχετικαί ἀξιώσεις ἀπορρέουν ἐκ τοῦ ἱεροῦ Ἰουδαϊκοῦ νόμου».

Στόν Α.Ν. 367/7.6.1945 (ΦΕΚ 143Α) στά ἄρθ. 5 καί 6 «συνιστᾶται Κεντρικόν Ἰσραηλιτικόν Συμβούλιον τοῦ ὁποίου τά μέλη διορίζονται δι’ ἀποφάσεως τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων καί Παιδείας» καί στόν Ν. 1657/1951 διαλαμβάνεται στό ἄρθ. 3 παρ. 2 «Ὁ γενικός Ἀρχιραββῖνος Ἑλλάδος ... διορίζεται καί ἀπολύεται προτάσει τοῦ ἄνω συνεδρίου διά Β.Δ. προκαλουμένου ὑπό τοῦ Ὑπουργοῦ Θρησκευμάτων καί Ἐθνικῆς Παιδείας», ἀσχέτου ὄντος ὅτι λόγῳ τῆς μειώσεως τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν Ἰσραηλιτικῆς πίστεως ἕνεκεν τοῦ ἐφιαλτικοῦ Ὁλοκαυτώματος πού διέπραξαν οἱ ἐγκληματίες Ναζί μέ πνευματικό ἐφαλτήριο τόν Ρουνικό παγανισμό τοῦ ἑρμητικοῦ τάγματος τῆς Θούλης καί τόν Ὑπεράνθρωπο τοῦ ἄφρονος Νίτσε καθώς καί τῆς μεταναστεύσεως στό νεοπαγές τό 1948 Κράτος τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ἀνωτέρω διατάξεις ὑφίστανται μέν ἀλλά ὑπολειτουργοῦν ὅσον ἀφορᾶ στήν συγκρότηση τῶν Ραββινικῶν Δικαστηρίων.

Ἡ ψηφισθεῖσα ἀπό τήν προτείνουσα Βουλή ἀναθεώρηση τῶν ἄρθρων 13 παρ. 5, 33 παρ. 2 καί 59 παρ. 1 καί 2 διά τήν καθιέρωσι τοῦ πολιτικοῦ ὅρκου καί ἡ κατάργηση τῆς προαιρετικότητος στήν ὁρκοδοσία αἱρετῶν καί δημοσίων λειτουργῶν στόχευε προδήλως στήν ἀποσύνδεση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Δημόσιο βίο καί στήν ἀπομείωση ἑνός ἐκ τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος πού εἶναι τό «ὁμόθρησκο». Προσέβαλε ὅμως καταφώρως τήν ἔννοια τοῦ σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, διότι ἐπέβαλε στούς ἐνθέους αἱρετούς καί δημοσίους λειτουργούς Ἕλληνες πολίτες, τήν διά τοῦ Συντάγματος δημοσία δήλωση ὡς ὀντολογικοῦ τους θεμελίου, ὄχι τῆς πίστεώς τους στό θεῖο καί ἱερό, ἀλλά στόν ἑαυτό τους. Ἡ ἐπιβολή αὐτή ἀποτελεῖ παραβίαση τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος καί τοῦ ἄρθρου 9 τῆς ΕΣΔΑ. Ὅπως τυγχάνει ἀπαράδεκτο νά ὑποχρεοῦται ὁ ἄθεος πού θεωρεῖ ὡς ὀντολογικό του θεμέλιο τόν ἑαυτό του, δηλαδή τήν τυχαία συνάρμοση τῶν κυττάρων του ἐκ τῆς ὁποίας μυστηριωδῶς προκύπτουν μεταφυσικαί ἔννοιαι ὡς ἡ τιμή καί ἡ συνείδηση, νά δηλώνει τό θεῖο καί τό ἱερό, οὕτω καί ὁ ἔνθεος νά ὑποχρεοῦται νά ὁρκοδοτεῖ στόν ἑαυτό του.

Ἡ ψηφισθεῖσα ἀπό τήν Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρόταση ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ Συντάγματος πού εὐθέως ἀπομειώνει καί ἐξαφανίζει τήν ἔννοιαν τῆς οἰκογένειας ὡς πρωταρχικοῦ κυττάρου τοῦ Ἔθνους καί τοῦ προσδίδει μόνο «ὑλιστικόν» περιεχόμενον, ἀποσυνδέον τήν ἔννοια τῆς οἰκογενείας ὡς θεμελίου τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ὅπως σήμερα προβλέπεται, εἶναι ἀπαράδεκτος καί προσβλητική διά τήν ἰδιοπροσωπία τοῦ λαοῦ μας, ἀλλά ταυτόχρονα καί δολιοτάτη διότι ἤθελε νά πραγματώσει τήν ἰδεοληψία τῆς Ἀριστερᾶς διά τό διεθνιστικό κοσμοείδωλο, πού τήν ἐκφράζει καί τήν συνέχει. Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ τῆς Κυβερνήσεως διακηρύσσουν ὅτι εἶναι Διεθνιστές καί ὅτι αἰσθάνονται ἀποστροφή γιά τόν ἐθνισμό, τοῦ ὁποίου τήν ἔννοια διαστρέφουν τεχνηέντως, ταυτίζοντάς τον, μέ τήν παθογένεια τοῦ ἐθνικισμοῦ.  Ἡ causa τῆς συγκεκριμένης προτάσεως ἦταν νά παύσει ὁ δεσμός οἰκογενείας καί Ἔθνους, ὡς πρωταρχικοῦ κυττάρου καί θεμελίου τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς του, ὥστε νά «ἀνοιχθεῖ» τό Δημόσιο Ταμεῖο τοῦ Κράτους, στήν ἐπιδότηση καί ἐπιχορήγηση ἀλλοεθνῶν οἰκογενειῶν, πού κατά χιλιάδες ἐποικίζουν τήν χώρα, ὥστε νά ἀλλαγεῖ ἡ ἐθνοτική καί θρησκευτική της ὁμοιογένεια, ὑλοποιώντας ἑτεροχρονισμένα, τό σχεδιασμό τοῦ Τουρκοαιγυπτίου Ἰμπραήμ Πασᾶ 200 χρόνια μετά ταῦτα, ὁ ὁποῖος ἐσχεδίαζε τήν μεταφορά τῶν ἐναπομεινάντων Ἑλλήνων στήν Αἴγυπτο καί τήν ἐγκατάσταση ἐδῶ φελλάχων, ὥστε νά «ριζώσει νέα ράτσα» ὅπως ἔλεγε.

Κατόπιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ψηφισθεῖσες προτάσεις τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ἀπό τήν προτείνουσα Βουλή γιά τήν ἀναθεώρηση τῶν ἀνωτέρω ἄρθρων τοῦ Συντάγματος καθώς καί οἱ θέσεις τοῦ ΚΙΝΑΛ, τοῦ ΚΚΕ καί τῆς ΜΕΡΑΣ25 καταδολιεύουν τήν νομική πραγματικότητα τῆς Χώρας, παραπληροφοροῦν τόν λαό μας καί προσβάλλουν τόν Νομικό μας Πολιτισμό.

 

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

 

 

Διαβάστε περισσότερα

Στον ιστοτόπο αυτό...

 ... μπορείτε να ενημερώνεστε για θέματα τύπου σχετικά με την Ποιμαντική, Ιεραποστολική, Φιλανθρωπική, Νεανική και λοιπή δραστηριότητα της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.

Ο Διευθυντής  Ιδιαιτέρου Γραφείου Σεβασμιωτάτου, Γραφείου Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων

Δημήτριος Αλφιέρης  

Επικοινωνία

 Διεύθυνση

  • Ακτή Θεμιστοκλέους 190

  • ΤΚ 185-39

  • Πειραιάς

Τηλεφωνικό κέντρο

  • 2104514833

Email Επικοινωνίας

  • Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.